Τον ρόλο της κατάθλιψης πίσω από τη χρόνια φλεγμονή ανέδειξε πρόσφατη έρευνα από το King’s College του Λονδίνου, σύμφωνα με την οποία υπαίτια για τη σχέση είναι τα υψηλότερα επίπεδα C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP) στο αίμα των καταθλιπτικών ασθενών (>3mg/λίτρο).
Η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη, ένας φλεγμονώδης δείκτης, αποτελεί μια γλυκοπρωτεΐνη που απελευθερώνεται από το ήπαρ σε οποιαδήποτε φλεγμονώδη αντίδραση του οργανισμού, του αμυντικού ουσιαστικά μηχανισμού του οργανισμού για την καταπολέμηση των παθογόνων εισβολέων, η οποία επιπλέον επηρεάζει τη διάθεση και συμπεριφορά μας.
Η μελέτη που δημοσιεύεται στο American Journal of Psychiatry διαπίστωσε επιπλέον ότι η γενετική προδιάθεση για κατάθλιψη αυξάνει αναλογικά τον κίνδυνο φλεγμονής ενώ, αντίθετα, κλινικοί και κοινωνικοί/δημογραφικοί παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο, ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), το κάπνισμα, το αλκοόλ, πιθανό ψυχολογικό τραύμα σε μικρή ηλικία, το κοινωνικοοικονομικό στάτους και η υποκείμενη αναφορά για την κατάσταση υγείας δεν εξηγούν επαρκώς την αυξημένη φλεγμονή στους καταθλιπτικούς ασθενείς.
«Η έρευνά μας υπογραμμίζει τη σημασία των γονιδίων ως εργαλείων για την πρόληψη ψυχικών διαταραχών», ανέφερε η Δρ Cathryn Lewis, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστημών στο King’s College, η οποία αξιοποίησε με την ομάδα της τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή βάση δεδομένων περί την ψυχική υγεία, τη φλεγμονή, στοιχεία από αναλύσεις ευρείας σάρωσης γονιδιώματος (GWAS) για τη σχέση γονιδίων με συγκεκριμένες νόσους, τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, τον τρόπο ζωής και την υγεία για 85.895 συμμετέχοντες, το 31% εκ των οποίων χαρακτηρίστηκαν ως ασθενείς με μείζονα κατάθλιψη, ποσοστό αντίστοιχο με ευρήματα άλλων ερευνών που έχουν μελετήσει τον επιπολασμό της ψυχικής διαταραχής παγκοσμίως.
Στο πλαίσιο της μελέτης αναλύθηκαν αιμοτολογικά δείγματα, γενετικά δεδομένα και οι απαντήσεις σε ερωτηματολόγια για την ψυχική και σωματική υγεία από τη βάση δεδομένων της Βιοτράπεζας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Τα γονίδια «προειδοποιούν»
Για τη διεξαγωγή των συμπερασμάτων, οι ερευνητές πραγματοποίησαν τεστ εκτίμησης πολυγονιδιακού κινδύνου (polygenic risk score, PRS) -έλεγχοι που επιτρέπουν τη μελέτη του ανθρώπινου DNA για τον εντοπισμό προδιάθεσης και εμφάνισης χρόνιων νοσημάτων- και κατέληξαν ότι η προδιάθεση για μείζονα κατάθλιψη επηρεάζει τα επίπεδα C-αντιδρώσας πρωτεΐνης, αιτιώδης σχέση που παρατηρήθηκε και για τρεις αυτοάνοσες νόσους (χολική κίρρωση, νόσος του Crohn, ρευματοειδής αρθρίτιδα).
Μια εντυπωσιακή εντούτοις διαπίστωση ήταν ότι στην περίπτωση της κατάθλιψης, η συνάφεια χανόταν μετά τον συνυπολογισμό του ΔΜΣ και του καπνίσματος, κάτι που δεν συνέβη για τα αυτοάνοσα νοσήματα.
Σύμφωνα με την Ελληνίδα ερευνήτρια, Δρ Μαρία Πιθαρούλη, επίσης από το Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστημών, τα ευρήματα αποτελούν τα πλέον ολοκληρωμένα στοιχεία για αύξηση φλεγμονωδών δεικτών στο αίμα καταθλιπτικών ασθενών, τα οποία επιπλέον έδειξαν πως στην περίπτωσή τους το κάπνισμα και οι διατροφικές συνήθειες διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο.
Οι ερευνητές ευελπιστούν πως η βαθύτερη κατανόηση αυτών των μηχανισμών θα ανοίξουν τον δρόμο για καινοτόμες θεραπείες τον ψυχικών διαταραχών παγκοσμίως.
Διαβάστε επίσης
Πέντε συμπεριφορές που καμουφλάρουν την κατάθλιψη
Κατάθλιψη: Τα σωματικά συμπτώματα που «φωνάζουν» ότι υπάρχει πρόβλημα
Τα επικίνδυνα τρόφιμα που οδηγούν σε κατάθλιψη και κόβουν χρόνια από τη ζωή μας