Οι φαινοθειαζίνες, μια κατηγορία αντιψυχωσικών φαρμάκων, αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά μια εκ των τύπων της μηνιγγίτιδας όταν συγχορηγηθούν με αντιβακτηριδιακούς παράγοντες, σύμφωνα με μελέτη που έγινε σε ποντίκια και δημοσιεύθηκε στο Nature Microbiology.

Ομάδα ειδικών από τη Γαλλία περιγράφει τα πειράματα που έκανε σε τρωκτικά με μηνιγγίτιδα. Η πάθηση έχει ονομαστεί έτσι επειδή προκαλείται οίδημα στους μήνιγγες, τις μεμβράνες που καλύπτουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό. Στους υπεύθυνους λοιμογόνους παράγοντες περιλαμβάνονται οι: μηνιγγιτιδόκοκκος, πνευμονιόκοκκος, αιμόφιλος ινφλουέντζας τύπου b και λιγότερο συχνά ο β-αιμολυτικός στρεπτόκοκκος ομάδας Β, τα κατά Gram (-) μικρόβια και η λιστέρια.

Στα παιδιά ο μηνιγγιτιδόκοκκος, ο πνευμονιόκοκκος και ο αιμόφιλος ινφλουέντζας τύπου b προκαλούν πάνω από το 75% όλων των κρουσμάτων βακτηριακής μηνιγγίτιδας και είναι υπεύθυνοι για το 90% της βακτηριακής μηνιγγίτιδας. Στους ενήλικες επικρατεί ο πνευμονιόκοκκος ακολουθούμενος από το μηνιγγιτιδόκοκκο και έπεται η λιστέρια, που εμφανίζει ιδιαίτερα αυξημένη συχνότητα στους άνω των 50 ετών (όπως και στα νεογνά). Λιγότερο συχνά βακτηριακά αίτια όπως ο σταφυλόκοκκος, ο στρεπτόκοκκος ομάδας Β, τα εντεροβακτηριοειδή και η λιστέρια προκαλούν νόσο σε ευαίσθητους πληθυσμούς, κυρίως ανοσοκατασταλμένους ασθενείς.

Η μηνιγγιτιδοκοκκική νόσος μπορεί να προκαλέσει από πυρετό και ασυμπτωματική βακτηριαιμία μέχρι σηψαιμία, τοξική καταπληξία ή ακόμη και θάνατο. Μπορεί επίσης να προκαλέσει λοίμωξη συγκεκριμένων οργάνων.

Η μηνιγγίτιδα που προκαλείται από το βακτήριο Neisseria meningitidis παρουσιάζει συνήθως ξαφνικός πυρετός, ναυτία, εμετό, κεφαλαλγία, μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης και μυϊκό πόνο. Συχνά εμφανίζεται εξάνθημα, όπως και σπασμοί. Η μηνιγγίτιδα που οφείλεται στο βακτήριο Haemophilus influenzae ή Streptococcus pneumoniae προκαλεί επιληπτικές κρίσεις συχνότερα από τη μηνιγγιτιδοκοκκική μηνιγγίτιδα. Σε περιπτώσεις γενικευμένης λοίμωξης παρατηρούνται σηπτική αρθρίτιδα, περικαρδίτιδα και πνευμονία.

Στην Ελλάδα η πλειοψηφία των περιπτώσεων μηνιγγιτιδοκοκκικής μηνιγγίτιδας, όπου έγινε προσδιορισμός της οροομάδας, οφείλεται στην οροομάδα Β, για την οποία υπάρχει εμβόλιο το οποίο συστήνεται αλλά αποζημιώνεται από την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμού μόνο σε βρέφη και παιδιά έως 18 ετών που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου (πάσχουν από διαταραχές της άμυνας, όπως ανατομική ή λειτουργική ασπληνία ή άλλες διαταραχές του ανοσοποιητικού), καθώς και στα πλαίσιο ελέγχου επιδημικής έξαρσης.

Οι Γάλλοι ερευνητές περιγράφουν στη μελέτη τους πως παρατήρησαν ότι οι φαινοθειαζίνες ενίσχυσαν τη δράση των αντιβακτηριδιακών παραγόντων έναντι του Neisseria meningitidis.

Το συγκεκριμένο βακτήριο δεν αντιμετωπίζεται εύκολα λόγω του τρόπου που συμπεριφέρεται εντός των αιμοφόρων αγγείων. Κάθε βακτήριο καλύπτεται από κολλώδη, τριχοειδή επιθέματα. Αυτά επιτρέπουν στα βακτηρίδια να συγκεντρωθούν σε ένα συσσωμάτωμα και να προσκολληθούν στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων. Οι συστάδες εμποδίζουν τους αντιβακτηριδιακούς παράγοντες να σκοτώσουν τα περισσότερα βακτήρια επιτρέποντας τη συνέχιση της λοίμωξης.

Οι ειδικοί διαπίστωσαν ότι οι φαινοθειαζίνες αποτρέπουν τη συσσώρευση των βακτηρίων, επιτρέποντας στους αντιβακτηριδιακούς παράγοντες να κάνουν τη δουλειά τους.

Χορηγώντας έναν συνδυασμό φαρμακευτικών παραγόντων σε ποντίκια με μηνιγγίτιδα παρατήρησαν ότι συντέλεσε σε μείωση των υπαρχόντων συστάδων, σε μείωση του σχηματισμού νέων συστάδων και αύξηση του ποσοστού επιβίωσης των πειραματόζωων.

Αν και δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο αν ο ίδιος φαρμακευτικός συνδυασμός θα είναι ασφαλής για χορήγηση σε ανθρώπους με μηνιγγίτιδα Β, οι ερευνητές έχουν κάθε λόγο να πιστεύουν ότι θα είχε νόημα μια κλινική μελέτη σε ασθενείς.

Μάλιστα, σημειώνουν ότι και άλλοι παθογόνοι οργανισμοί χρησιμοποιούν ως αμυντικό μηχανισμό κολλώδη, τριχοειδή επιθέματα, γεγονός που σημαίνει ότι οι φαινοθειαζίνες μπορεί να φανούν χρήσιμες και σε άλλες λοιμώξεις πέραν του επικίνδυνου βακτηρίου Neisseria meningitidis.