Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Rice πειραματίστηκαν με καινοραβδίτες C. Elegans (σκουληκάκια μήκους μόλις ενός χιλιοστού) που όπως και οι άνθρωποι, δεν μπορούν να παράξουν Β12 και πρέπει να την λαμβάνουν εξωγενώς από τη διατροφή τους.
Στην έρευνα που δημοσιεύθηκε στο PLOS Genetics,οι βιεπιστήμονες από το εργαστήριο βιοχημείας του Πανεπιστημίου Rice έδειξαν πώς μια διατροφή ανεπαρκής σε βιταμίνη Β12 βλάπτει την υγεία των πειραματόζωων σε κυτταρικό επίπεδο και μειώνει την ικανότητα του οργανισμού να μεταβολίζει τα αμινοξέα διακλαδισμένης αλυσίδας BCAA. Η έρευνά τους έδειξε ότι η μειωμένη ικανότητα διάσπασης των εν λόγω αμινοξέων οδήγησε στην τοξική εναπόθεση μερικώς μεταβολισμένων υποπροιόντων BCAA που προκάλεσε μιτοχονδριακές βλάβες.
Ένα αρχικά τυχαίο εύρημα οδήγησε τους ερευνητές στα συμπεράσματά τους. Χρησιμοποιώντας C. Elegans ως μοντέλο σε έρευνες τοξικότητας φαρμάκων διαπίστωσαν ότι όταν η διατροφή των σκωλήκων άλλαζε (αντί για το στέλεχος OP50 του E. Coli, τρέφονταν με το στέλεχος HT115 του E. Coli) διαφοροποιούνταν σημαντικά και η ανοχή των πειραματόζωων σε συνθήκες στρες καθώς και η αντίσταση τους σε παθογόνα.
Η κύρια διαφορά ανάμεσα στα δυο στελέχη που προαναφέρθηκαν είναι η ικανότητα απορρόφησης της διαθέσιμης Β12 από το περιβάλλον – το στέλεχος HT115 είναι σαφώς πιο αποτελεσματικό σε αυτό το έργο, παράγοντας οκτώ φορές περισσότερη πρωτεΐνη απαραίτητη για την περισυλλογή της Β12 συγκριτικά με το OP50.
Οι ερευνητές παρατήρησαν ακόμη ότι η διατροφή με HT115 αύξανε την ανοσία των C. elegans σε ένα ανθρώπινο θανατηφόρο παθογόνο το Enterococcus faecalis.
Οι βιοεπιστήμονες επισημαίνουν ότι η διαφορετική διατροφή των πειραματόζωων είναι προφανές ότι επιφέρει μεταβολικές διαφορές που μπορεί να επηρεάσουν το αποτέλεσμα των πειραμάτων οδηγώντας σε αμφίβολα συμπεράσματα.
«Αυτή η έρευνα εστιάζει στη μιτοχονδριακή υγεία. Σε αυτή την περίπτωση εργαζόμαστε για να βελτιώσουμε τη μιτοχονδριακή υγεία με σκοπό την αντιμετώπιση των μολύνσεων», καταλήγει η επικεφαλής ερευνήτρια Δρ. Natasha Kirienko.