Οι ηλικιωμένοι άνδρες που έχουν αναρρώσει από τη νόσο COVID-19 κατόπιν νοσοκομειακής νοσηλείας αποδεικνύονται ισχυρότεροι υποψήφιοι δότες μεταξύ των ιαθέντων για τη χορήγηση πλάσματος αναρρόφησης ως θεραπεία και πιθανή προφύλαξη έναντι του κορωνοϊού, βάσει νέας μελέτης που συνυπογράφεται από ερευνητές της Ιατρικής Σχολής Δημόσιας Υγείας Bloomberg του Πανεπιστημίου Johns Hopkins που δημοσιεύεται στην Journal of Clinical Investigation.

Η επιστημονική κοινότητα έχει ήδη χρησιμοποιήσει το πλάσμα για τη θεραπεία ασθενών ή την ανοσοποίηση ατόμων που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο έκθεσης κατά τη διάρκεια εξάρσεων ιλαράς, παρωτίτιδας, πολιομυελίτιδας, του ιού Ebola, ακόμη και της ισπανικής γρίπης του 1918.

Στην παρούσα πανδημία του κορωνοϊού, οι κλινικές δοκιμές με πλάσμα αναρρόφησης είναι συνεχείς, εντούτοις μέχρι στιγμής δεν είχε υπάρξει καθοδήγηση ως προς την επιλογή των ιαθέντων από την COVID-19 που είναι πιθανότερο να έχουν ισχυρότερα αντισώματα.

«Εισηγούμαστε ότι το φύλο, η ηλικία και η σοβαρότητα της νόσου θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για να καθοδηγήσουν την επιλογή των δοτών στις δοκιμές με πλάσμα, καθώς διαπιστώσαμε ότι αυτά είναι σημαντικά χαρακτηριστικά του ασθενούς που όχι μόνο προέβλεψαν την ποσότητα, αλλά και την ποιότητα των αντισωμάτων» αναφέρει η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Sabra Klein, PhD, καθηγήτρια στο Τμήμα Μοριακής Μικροβιολογίας και Ανοσολογίας της Σχολής Bloomberg.

Στο πλαίσιο της μελέτης, οι ερευνητές εξέτασαν το αίμα 126 ιαθέντων από COVID-19 και διαπίστωσαν υψηλή μεταβλητότητα στα επίπεδα και την ικανότητα των αντισωμάτων που είχαν παράξει στο να εξουδετερώσουν τον ιό SARS-CoV-2.

Τρεις παράγοντες συσχετίστηκαν με ισχυρότερη απόκριση αντισωμάτων: Η σοβαρότητα της νόσου ώστε να απαιτήσει νοσηλεία, η προχωρημένη ηλικία και το ανδρικό φύλο.

Αρχικές μελέτες σε αναρρώσαντες είχαν ήδη αποτυπώσει σημαντική μεταβλητότητα στην απόκριση των αντισωμάτων τους στον ιό -ορισμένοι είχαν πολύ αδύναμη απόκριση που σχεδόν σίγουρα θα ήταν αναποτελεσματική στη βοήθεια νέων ασθενών.

Στη νέα αυτή μελέτη οι ειδικοί αναζήτησαν παράγοντες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν να εξηγήσουν σε κάποιο βαθμό αυτή τη μεταβλητότητα, με ζητούμενο να καθοδηγήσουν τους κλινικούς ιατρούς στην επιλογή των ασθενών που είναι πιθανότερο να έχουν υψηλά επίπεδα αντισωμάτων.

Η εξέταση των δειγμάτων πλάσματος από τους 126 ασθενείς έγινε με ποικίλες μεθόδους, στις οποίες περιλήφθηκαν δοκιμές σε κυτταρικές καλλιέργειες για να ελεγχθεί η ικανότητα εξουδετέρωσς του SARS-CoV-2 από κύτταρο σε κύτταρο, καθώς και δοκιμές για τα επίπεδα αντισωμάτων στην πρωτεΐνη-ακίδα του κορωνοΐού, η οποία και επιτρέπει στον ιό να προσκολλάται και να διεισδύει στα ανθρώπινα κύτταρα.

Συμβαδίζοντας με τις προγενέστερες μελέτες, οι ερευνητές εντόπισαν σημαντική μεταβλητότητα μεταξύ των ατόμων στα επίπεδα αντισωμάτων έναντι της πρωτεΐνης-ακίδα και της ισχύος του πλάσματος στην εξουδετέρωση του κορωνοϊού. Ωστόσο, κατά μέσο όρο, το πλάσμα ιαθέντων που είχαν νοσηλευτεί περιείχε σαφώς περισσότερα αντισώματα, γεγονός που υποδηλώνει ότι η σοβαρότητα της νόσου προκαλεί ισχυρότερη ανοσοαπόκριση.

Η προχωρημένη ηλικία και το ανδρικό φύλο -που έχουν ήδη συσχετιστεί με κίνδυνο σοβαρότερης λοίμωξης- συνδέθηκαν επίσης με ισχυρότερη ανοσοαπόκριση, αν και αυτές οι συσχετίσεις ήταν πιο αδύναμες συγκριτικά με τις περιπτώσεις όπου απαιτήθηκε εισαγωγή στο νοσοκομείο.

Επίσης, οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν και σε τεστ ανίχνευσης αντισωμάτων που διατίθενται εμπορικά και διαπιστώθηκε ότι οι ιαθέντες που παρουσιάζουν ισχυρή ανοσοαπόκριση είναι επίσης πολύ πιθανό να έχουν υψηλά επίπεδα αντισωμάτων κατά της πρωτεΐνης-ακίδα, κάτι το οποίο υποδηλώνει κατά τους ερευνητές ότι αυτό το είδος τεστ μπορεί να αποτελεί ένα καλό εργαλείο για τον εντοπισμό κατάλληλων δοτών πλάσματος για κλινικές δοκιμές και θεραπείες.