Το διαχρονικό πρόβλημα της επιστήμης και των φαρμακοβιομηχανιών αναφορικά με τις γυναίκες ασθενείς ανέδειξε πρόσφατη έρευνα από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, το Μπέρκλεϊ και το Πανεπιστήμιο του Σικάγο, οι οποίες ταλαιπωρούνται συχνότερα από τις ανεπιθύμητες παρενέργειες των φαρμάκων.
Αιτία για το χάσμα στην υγεία των δύο φύλων δεν είναι άλλη από την παράδοση στον χώρο του φαρμάκου που περιορίζει τις δοκιμές σε άνδρες, αγνοώντας τη διαφορετική φυσιολογία των γυναικών. Κατά τα λόγια του Irving Zucker, ομότιμου καθηγητή Ψυχολογίας και Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ και επικεφαλής της έρευνας, «όταν το ζήτημα περνά στη συνταγογράφηση φαρμάκων, το μοτίβο “μια συνταγή κοινή για όλους και όλες”, βασισμένη σε κλινικές δοκιμές αποκλειστικά σε άνδρες δεν λειτουργεί και οι γυναίκες πληρώνουν το τίμημα».
Σύμφωνα με ανάλυση δεδομένων από χιλιάδες ιατρικά άρθρα και δημοσιεύσεις, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον 86 φαρμακευτικά σκευάσματα, όλα εγκεκριμένα από τον αμερικανικό Οργανισμό Ελέγχου Φαρμάκων, συμπεριλαμβανομένων αντικαταθλιπτικών, καρδιαγγειακών, αντιεπιληπτικών και αναλγητικών, αποτελούν προϊόντα αυτού του χάσματος στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Τα στοιχεία της ανάλυσης δημοσιεύονται στο Biology of Sex Differences.
Η ανάλυση που πραγματοποίησε ο Δρ Zucker σε συνεργασία με τον ψυχολόγο Brian Prendergast από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο, έδειξε πως οι γυναίκες στις μελέτες λάμβαναν την ίδια δοσολογία με τους άνδρες, ωστόσο σημείωναν υψηλότερες συγκεντρώσεις του φαρμάκου στο αίμα και χρειάζονταν περισσότερο χρόνο μέχρι ο οργανισμός τους να το αποβάλει.
Στις περισσότερες από το 90% των περιπτώσεων, οι γυναίκες υπέφεραν από σοβαρότερες παρενέργειες όπως ναυτία, πονοκέφαλος, κατάθλιψη, γνωστικά ελλείμματα, επιληπτικές κρίσεις, ψευδαισθήσεις, υπερδιέγερση και καρδιακές ανωμαλίες. Συνολικά, οι ανεπιθύμητες ενέργειες εμφανίζονταν δύο σχεδόν φορές συχνότερα σε σύγκριση με τους άνδρες.
Πρόβλημα με μακρά ιστορία
Για δεκαετίες, οι γυναίκες αποκλείονταν από τις κλινικές δοκιμές φαρμάκων εξαιτίας αβάσιμων, εν μέρει, ανησυχιών περί διακυμάνσεων των γυναικείων ορμονών που θα καθιστούσαν τη μελέτη δύσκολη, εξήγησε ο Δρ Zucker.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία αποκλείστηκαν από τις δοκιμαστικές μελέτες φαρμάκων λόγω ιατρικών και συνειδησιακών ανησυχιών σχετικά με την έκθεση εγκύων σε φάρμακα και τον κίνδυνο πιθανής βλάβης στα έμβρυα – όπως συνέβη στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 με τη θαλιδομίδη, του αντιεμετικού φαρμάκου που αποδείχτηκε υπεύθυνο για χιλιάδες γεννήσεις παγκοσμίως νεογνών με ένα είδος συγγενούς ανωμαλίας κατά την οποία τα μικρά και μη ανεπτυγμένα άκρα αρθρώνονται απευθείας από το ισχίο ή τον ώμο.
Ωστόσο, η αμέλεια για το ζήτημα των γυναικών είναι ευρέως διαδεδομένη, ακόμη και σε μελέτες κυττάρων και ζώων όπου τα υποκείμενα ήταν πάλι αρσενικού γένους, ισχυρίζεται ο Δρ Zucker.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν και τα φάρμακα για τις διαταραχές του ύπνου με τη δραστική ουσία ζολπιδέμη, η οποία παραμένει για περισσότερο χρόνο στο αίμα των γυναικών, προκαλώντας υπνηλία την επόμενη ημέρα, σημαντική γνωστική εξασθένηση και, σαν αποτέλεσμα, αυξημένα τροχαία ατυχήματα. Για αυτούς τους λόγους, το 2013 ο Οργανισμός Ελέγχου Φαρμάκων μείωσε κατά το ήμισυ τη συνιστώμενη δόση για τις γυναίκες.
Το 2016, αναγνωρίζοντας το πρόβλημα, τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας εξέδωσαν αυστηρή οδηγία προς τους αιτούντες άδεια κυκλοφορίας φαρμάκων για τη συμπερίληψη ανδρών και γυναικών στη διαδικασία των κλινικών δοκιμών.
Εντούτοις, ενώ η ένταξη των γυναικών στις δοκιμαστικές μελέτες έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, πολλές από τις νεότερες έρευνες εξακολουθούν να μην αναλύουν τα δεδομένα για τις διαφορές φύλου, δήλωσε ο Δρ Zucker.
Οι ερευνητές επεσήμαναν την ανάγκη για μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση στην ιατρική έρευνα, το ιατρικό επάγγελμα και τη φαρμακευτική βιομηχανία αναφορικά με τις βιολογικές διαφορές στα φύλα και το υπάρχον πρόβλημα με τις συνταγογραφήσεις, ενώ συνέστησαν μείωση της δοσολογίας για τις γυναίκες για έναν σημαντικό αριθμό φαρμάκων.