Νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον καταδεικνύει ότι μια χημική ουσία που υποτίθεται ότι χρησιμοποιείται για να εξοντώσει τα βακτήρια τελικά τα ισχυροποιεί και τα καθιστά πιο ανθεκτικά στα αντιβιοτικά.
Σύμφωνα με την έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Antimicrobial Agents & Chemotherapy η έκθεση των βακτηρίων στο τρικλοσάν μπορεί τελικά να τα καταστήσει ιδιαίτερα ανθετικά σε φυσιολογικά θανατηφόρες για αυτά δόσεις αντιβιοτικών – συμπεριλαμβανομένων και των αντιβιοτικών που χορηγούνται για την αντιμετώπιση των ουρολοιμώξεων.
Το τρικλοσάν είναι ένα ενεργό συστατικό που προσδίδει τις λεγόμενες αντιβακτηριακές ιδιότητες σε καταναλωτικά προϊόντα όπως οι οδοντόκρεμες, τα στοματικά διαλύματα, τα καλλυντικά ακόμη και ρούχα, παιδικά παιχνίδια και πιστωτικές κάρτες με το σκοπό να μειωθεί ή να προληφθεί η ανάπτυξη βακτηρίων.
«Το τρικλοσάν προστίθεται σε προϊόντα σε υψηλές συγκεντρώσεις ώστε να εξοντώσει αποτελεσματικά τα κύτταρα των βακτηρίων» εξηγεί η Petra Levin καθηγήτρια βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον.
Το 2017 ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) γνωμοδότησε κατά της χρήσης τρικλοσάν σε σαπούνια εκθέτοντας τον προβληματισμό του αναφορικά με την ασφάλεια, αλλά και την μειωμένη αποτελεσματικότητα της ουσίας. Ωστόσο αυτές οι οδηγίες δεν αποθάρρυναν τις εταιρίες από την προσθήκη του σε άλλα προϊόντα. Επιπρόσθετα όπως επισημαίνει η καθηγήτρια Levin «Το τρικλοσάν είναι πολύ σταθερή ένωση. Παραμένει στο σώμα και το περιβάλλον για μεγάλο χρονικό διάστημα».
Στο πλαίσιο της νέας μελέτης σε ποντίκια αποκαλύπτεται η έκταση στην οποία η έκθεση σε τρικλοσάν μειώνει την ικανότητα του οργανισμού να ανταποκρίνεται σε αγωγή με αντιβίωση που χορηγείται για την αντιμετώπιση ουρολοιμώξεων. Παράλληλα ρίχνει φως στους κυτταρικούς μηχανισμούς με τους οποίους το τρικλοσάν «παρεμβάλλεται» στην αντιβιοτική θεραπεία.
Οι ερευνητές εξέθεσαν κυτταρικές σειρές βακτηρίων σε αντιβιοτικά σε δυο διαφορετικές συνθήκες. Ενώ είχαν εκτεθεί προηγουμένως σε τρικλοσάν καθώς και χωρίς να έχει προηγηθεί τέτοιου τύπου έκθεση.
Παρατηρήθηκε ότι τα βακτήρια που προηγουμένως είχαν εκτεθεί σε τρικλοσάν είχαν αυξημένη αντίσταση στα αντιβιοτικά – μεταξύ άλλων δοκιμάστηκε και η ανταπόκρισή τους στην σιπροφλοξασίνη (ciprofloxacin) που ανήκει στις κινολόνες, μια κατηγορία αντιβιοτικών που είναι κατάλληλη για τη θεραπεία λοιμώξεων ευρέως φάσματος.
Η έκθεση στο τρικλοσάν αύξησε σημαντικά την αντίσταση σε ένα μεγάλο φάσμα αντιβιοτικών σύμφωνα με τους ερευνητές.
Οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι τόσο οι ουρολοιμώξεις όσο και η έκθεση στο τρικλοσάν είναι διαδεδομένα. Σε ένα πολύ υψηλό ποσοστό 75% των ενηλίκων στις ΗΠΑ ανιχνεύεται τρικλοσάν στα ούρα τους. Θα μπορούσαν αυτά τα υψηλά επίπεδα να μειώσουν την δράση των χορηγούμενων αντιβιοτικών σε περίπτωση ουρολοιμώξεων;
Η καθηγήτρια Levin και η ομάδα της επιχείρησαν να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα με πειράματα σε ποντίκια. Χορήγησαν αγωγή με σιπροφλοξασίνη σε δύο ομάδες πειραματόζωων που είχαν ουρολοίμωξη. Στη μια ομάδα τα ποντίκια έπιναν παράλληλα και νερό με τρικλοσάν, ενώ στην άλλη δεν είχαν εκτεθεί σε τρικλοσάν.
Η διαφορά όσον αφορά το μικροβιακό φορτίο των ποντικιών που είχαν εκτεθεί σε τρικλοσάν και εκείνων που δεν είχαν, ήταν εντυπωσιακή σύμφωνα με τους ερευνητές. Οι ερευνητές εντόπισαν εκατό φορές περισσότερα βακτήρια στα ούρα των ποντικιών που είχαν εκτεθεί σε τρικλοσάν.
Το συμπέρασμα των ερευνητών είναι ότι η αντιμετώπιση των ουρολοιμώξεων είναι πολύ πιο δύσκολη όταν υπάρχει τρικλοσάν στον οργανισμό.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι το τρικλοσάν καθιστά τα κύτταρα λιγότερο ευαίσθητα στην αντιβίωση μέσω ενός μοριακού μηχανισμού του ppGpp, που παρεμποδίζει την κυτταρική ανάπτυξη. «Υπάρχει ένας κανόνας στην ιατρική σύμφωνα με τον οποίο δεν δίνουμε φάρμακα που επιβραδύνουν την ανάπτυξη των κυττάρων πριν από την χορήγηση φαρμάκων που σκοτώνουν τα κύτταρα» δήλωσε η καθηγήτρια Levin.
Παρότι χρειάζονται περαιτέρω έρευνες σε ανθρώπους για να διαπιστωθεί με ποιο τρόπο το τρικλοσάν παρεμβάλλεται στην δράση των αντιβιοτικών σε ανθρώπους η καθηγήτρια Levin ελπίζει ότι «αυτή η έρευνα θα αποτελέσει μια προειδοποίηση που θα οδηγήσει σε επανεξέταση της χρήσης αντιμικροβιακών παραγόντων σε καταναλωτικά προϊόντα».