Οι αναστολείς αντλίας πρωτονίων (PPIs), χορηγούνται για την αντιμετώπιση της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης και της καούρας. Ωστόσο, μελέτη που δημοσιεύεται στο Gut τους ενοχοποιεί ως προς τον κίνδυνο εκδήλωσης καρκίνου του στομάχου.
Ερευνητές με επικεφαλής τον Ian Wong, από το Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου ανέλυσαν στοιχεία από μια βάση δεδομένων για 63.397 κατοίκους του Χονγκ-Κονγκ στους οποίους δόθηκε θεραπεία με PPΙ και δύο αντιβιοτικά για να αντιμετωπιστεί η λοίμωξη από H. Pylori (Ελικοβακτηρίδιο του Πυλωρού).
Το H. Pylori, του οποίου είναι φορείς το 50% του πληθυσμού της Γης χωρίς στις περισσότερες περιπτώσεις να προκαλεί προβλήματα υγείας, συσχετίζεται σε ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων με τον καρκίνο του στομάχου καθώς προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ότι άνθρωποι με ενεργό λοίμωξη από H. Pylori παίρνοντας PPI είχαν περισσότερες πιθανότητες για ανάπτυξη ατροφικής γαστρίτιδας.
«Οι αναστολείς αντλίας πρωτονίων είναι σημαντικοί για την αντιμετώπιση της λοίμωξης από H. Pylori και είναι αρκετά αποτελεσματικά φάρμακα κατά την βραχυπρόθεσμη χρήση τους», αναφέρει ο ερευνητής Ian Wong, από το Πανεπιστήμιο College London. «Ωστόσο η μακροχρόνια χρήση του θα πρέπει να αποφεύγεται», προσθέτει.
Σύμφωνα με την έρευνα αφότου η μόλυνση είχε εξαλειφθεί οι ασθενείς συνέχιζαν να παρακολουθούνται από τους γιατρούς κατά μέσο όρο για 7,5 χρόνια, διάρκεια κατά την οποία οι 3.271 εξ αυτών συνέχιζαν να λαμβάνουν PPIs (για περίπου τρία χρόνια), ενώ σε 21.729 εξ αυτών παρασχέθηκε φαρμακευτική αγωγή με Η2-ανταγωνιστές για την αναστολή της έκκρισης του υδροχλωρικού οξέος.
Από τους 63.397 ασθενείς που έλαβαν τη θεραπεία 153 εξ αυτών παρουσίασαν καρκίνο του στομάχου – με τους ασθενείς που πήραν μακροχρόνια PPIs να έχουν σχεδόν κατά 244% μεγαλύτερο κίνδυνο καρκίνου από εκείνους που έλαβαν H2-ανταγωνιστές.
Η καθημερινή λήψη αναστολέων αντλίας πρωτονίων συνδέθηκε με περίπου 4,55 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο καρκίνου από το μέσο όρο, ενώ ο κίνδυνος ήταν οκτώ φορές μεγαλύτερος αν η καθημερινή φαρμακευτική αγωγή λαμβανόταν για περισσότερο από τρία χρόνια.