Νέα έρευνα από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Κολοράντο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σωματικό στρες που βιώνει κάποιος στον επαγγελματικό χώρο μπορεί να οδηγήσει σε ταχύτερη γήρανση του εγκεφάλου και φτωχότερη μνήμη. Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο Frontiers in Human Neuroscience.
Η Aga Burzynska επίκουρος καθηγήτρια στον Τμήμα Ανθρώπινης Ανάπτυξης και Οικογενειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου με την ερευνητική της ομάδας συνέδεσαν απαντήσεις ατόμων σε ερωτηματολόγια σχετικά με το επάγγελμά τους με απεικονιστικά δεδομένα από 99 ενήλικες 60-79 ετών με φυσιολογική γνωστική ικανότητα. Βρήκαν ότι εκείνοι που ανέφεραν τα υψηλότερα επίπεδα σωματικής επιβάρυνσης στην πιο πρόσφατη εργασία τους είχαν μικρότερο όγκο ιππόκαμπου εγκεφάλου και χειρότερη απόδοση σε τεστ μνήμης. Σημειώνεται ότι ο ιππόκαμπος είναι το τμήμα του εγκεφάλου καίριας σημασίας για τη μνήμη και επηρεάζεται τόσο από τη φυσιολογική γήρανση όσο και από την άνοια.
«Ξέρουμε ότι το στρες μπορεί να επιταχύνει την γήρανση και αποτελεί παράγοντα κινδύνου για πολλές χρόνιες νόσους» δήλωσε η Δρ. Burzynska και συμπλήρωσε «αλλά αυτά είναι τα πρώτα στοιχεία ότι το επαγγελματικό σωματικό στρες μπορεί να επιταχύνει την νοητική και εγκεφαλική γήρανση».
Η Δρ. Burzynska πρόσθεσε ότι είναι σημαντικό να κατανοήσουμε με ποιο τρόπο οι επαγγελματικές απαιτήσεις επηρεάζουν τη γήρανση του εγκεφάλου. Η ίδια εξηγεί ότι το σωματικό στρες αφορά δραστηριότητες όπως η άρση βαρών, η τοποθέτηση κουτιών σε ράφια, το τέντωμα του κορμού για να πιάσει κάποιος κάτι από ένα ράφι κτλ. Κι ενώ η ίδια ερευνητική ομάδα έχει δείξει ότι η σωματικές δραστηριότητες αναψυχής οδηγούν σε αύξηση του όγκου του ιππόκαμπου του εγκεφάλου, στην προκειμένη περίπτωση όταν πρόκειται για σωματικές δραστηριότητες σε επαγγελματικό πλαίσιο το αποτέλεσμα φαίνεται ότι είναι αντίστροφο.
«Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι οι σωματικές απαιτήσεις στον χώρο εργασίας μπορεί να έχουν παράλληλους, αλλά αντίθετους συσχετισμούς με την εγκεφαλική υγεία. Οι περισσότερες παρεμβάσεις για την καθυστέρηση της γνωστικής εξασθένησης εστιάζουν στις δραστηριότητες αναψυχής, όχι στην εργασία μας» επισημαίνει η Δρ. Burzynska και συμπληρώνει ότι «αυτό αποτελεί άγνωστο πεδίο, αλλά ίσως μελλοντικές έρευνες συμβάλλουν ώστε να γίνουν τροποποιήσεις στο περιβάλλον εργασίας τέτοιες που να ευνοήσουν μακροπρόθεσμα την γνωστική υγεία».