Η απώλεια ακοής είναι δυστυχώς μη αναστρέψιμη, κατά κύριο λόγο. Ωστόσο, Αμερικανοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι προκαταρκτικά στοιχεία μελετών που έχουν στη διάθεσή τους δείχνουν ότι μπορεί η απώλεια ακοής να αναστραφεί και μάλιστα με υπάρχοντα φάρμακα.
Σε άρθρο που δημοσιεύεται στο Molecular Neuroscience, ομάδα ειδικών από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ υποστηρίζει ότι μια κατηγορία φαρμάκων για την αντιμετώπιση της απώλειας οστικής πυκνότητας μπορούν να συμβάλλουν και στην αντιμετώπιση της απώλειας ακοής.
Η απώλεια ακοής οφείλεται είτε στην φυσική εξασθένηση που επέρχεται με την πάροδο της ηλικίας, είτε στην έκθεση σε υψηλής έντασης ήχους και θόρυβο. Εφόσον υπάρχει απώλεια της ακουστικής οξύτητας, δεν μπορεί να ανακτηθεί. Μάλιστα, δεν υπάρχουν φάρμακα που να είναι εγκεκριμένα για την αναστροφή ή θεραπεία της συχνότερης μορφής απώλειας ακοής, της λεγόμενης αισθητηριακή απώλεια ακοής.
Αλλά τα προκαταρκτικά συμπεράσματα από τα πειράματα που έκαναν οι ειδικοί του αμερικανικού πανεπιστημίου ενδεχομένως να ανοίγουν τον δρόμο για ουσιαστική αντιμετώπιση της πάθησης.
Η επιστημονική ομάδα, με επικεφαλής την Δρ. Konstantina Stankovic, επίκουρη καθηγήτρια Ωτορινολαρυγγολογίας και Χειρουργική Κεφαλής-Τραχήλου και τον Δρ. Albert Edge, καθηγητή στο ίδιο γνωστικό πεδίο, διαπίστωσε ότι τα διφωσφονικά, μια κατηγορία φαρμάκων που συνταγογραφούνται για την πρόληψη της οστικής απώλειας, μπορούν να συμβάλλουν στην αναγέννηση των νευρωνικών συνάψεων στο έσω ους, τουλάχιστον όπως διαπιστώθηκε σε ποντίκια με αισθητηριακή απώλεια ακοής.
Αν και τα στοιχεία θα πρέπει να επαληθευθούν σε μεγαλύτερα ζωικά μοντέλα, οι επιστήμονες δηλώνουν αισιόδοξοι για τον σχεδιασμό μελετών με ανθρώπους.
«Πρόκειται για σημαντικά ευρήματα που ανοίγουν τον δρόμο νέων χρήσεων των διφωσφονικών, τα οποία συνταγογραφούν κατά της σοβαρής μορφής οστεοπόρωση», σημειώνει η Δρ. Stankovic.
Σε παλαιότερες μελέτες η ερευνήτρια και οι συνεργάτες της είχαν διαπίστωση ότι η οστεοπροτεγκερίνη, μια ουσία που εκκρίνεται συνήθως από τα κύτταρα των οστών για να αναχαιτίζουν τον οστικό ανασχηματισμό, παράγεται και από τους κοχλιακούς νευρώνες προάγοντας την επιβίωσή τους. Σε μελέτες έχει επίσης διαπιστωθεί ότι στα άτομα με αισθητηριακή απώλεια ακοής λόγω σοβαρή ωτοσκλήρυνσης που λαμβάνουν διφωσφονικά βελτιώνεται σημαντικά την απώλεια ακοής και η κατανόηση του λόγου.
Η κατανόηση των λέξεων είναι ένας τρόπος αξιολόγησης της κοχλιακής νευρικής λειτουργίας. Και αυτή η διαπίστωση, μαζί με τα υπάρχοντα αποτελέσματα από την επίδραση των διφωσφονικών στην ταχεία αύξηση και επιβίωση των κοχλιακών βλαστικών κυττάρων, ώθησαν τους ερευνητές να προσδιορίσουν τις επιδράσεις των εν λόγω φαρμάκων στην κοχλιακή συναπτοπάθεια.
Χορήγησαν διφωσφονικά σε ποντίκια που είχαν εκτεθεί σε θόρυβο για 24 ώρες και παρατήρησαν ότι τα φάρμακα ωθούσαν σε σημαντική αναγέννηση των συνάψεων μεταξύ των τριχοειδών κυττάρων του έσω ωτός και των νευρώνων των σπειροειδών γαγγλίων και στην αποκατάσταση της κοχλιακής λειτουργίας.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η μελέτη ενδεχομένως να αναδεικνύει πιθανούς υποκείμενους μηχανισμούς που θα μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί ορισμένοι ασθενείς έχουν βελτιώσει την ικανότητά τους να αναγνωρίζουν λέξεις μετά τη θεραπεία με διφωσφονικά. Και προτείνουν τα διφωσφονικά να εξεταστούν ως θεραπευτική επιλογή για την αναστροφή της απώλειας των νευρικών συνάψεων στο πλαίσιο της θεραπείας της αισθητηριακής απώλειας ακοής.
Ο Στάνκοβιτς προειδοποίησε ότι η έρευνα βρίσκεται ακόμη στα αρχικά της στάδια. Απαιτείται περισσότερη έρευνα, σε ζώα και έπειτα σε κλινικές δοκιμές ασφάλειας και αποτελεσματικότητας, προτού αυτό θα μπορούσε να είναι μια συνιστώμενη θεραπεία.
«Ελπίζουμε ότι, με περαιτέρω μελέτη, θα μπορέσουμε να προσφέρουμε σε ασθενείς με επί του παρόντος μη αναστρέψιμη βλάβη στην ακοή ένα φάρμακο που μπορεί να σταματήσει ή να αντιστρέψει την απώλεια ακοής τους», καταλήγει η Δρ. Konstantina Stankovic.