H πανδημία του κορωνοϊού έχει ήδη προκαλέσει περισσότερους από 500.000 θανάτους παγκοσμίως. Σε ένα εκτενές άρθρο ανασκόπησης, ερευνητική ομάδα, αποτελούμενη από Έλληνες ιατρούς του Newcastle University, του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ανέδειξε την κομβική σημασία του καρδιαγγειακού συστήματος στην παθογένεια και πρόγνωση της νόσου COVID-19.
Συνοψίζοντας και αναλύοντας δεδομένα από 21 κλινικές μελέτες, στις οποίες συμμετείχαν περισσότεροι από 21.000 ασθενείς με νόσο COVID-19 από την Ευρώπη, την Ασία και τις ΗΠΑ, γίνεται αντιληπτό ότι οι υποκείμενες καρδιαγγειακές παθήσεις και συννοσηρότητες προδιαθέτουν σε σοβαρότερες μορφές νόσου και υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, προτείναμε πιθανούς μηχανισμούς αλληλεπίδρασης της νόσου COVID-19 με την καρδιά, που ενδεχομένως να συνδέονται με τη δυσμενή πρόγνωση που έχει παρατηρηθεί σε αυτή την ομάδα ασθενών.
Από τι προκαλείται
Το παθογενετικό αίτιο της νόσου COVID-19 είναι ο ιός SARS-CoV-2, ο οποίος ανήκει στην ομάδα των κορωνοϊών. Εκτιμάται ότι 5-10% του συνόλου των λοιμώξεων του αναπνευστικού συστήματος προκαλείται από στελέχη αυτής της ιικής ομάδας. Επιπρόσθετα, κεντρικό ρόλο στην παθογένεια της νόσου COVID-19 διαδραματίζει το μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτενσίνης 2 (ACE2), το οποίο φυσιολογικά συμμετέχει σε μηχανισμούς ρύθμισης της καρδιακής λειτουργίας και της αρτηριακής πίεσης.
Για την είσοδο και μόλυνση ενός κυττάρου από τον κορωνοϊό SARS-CoV-2, είναι απαραίτητη η σύνδεσή του με το ένζυμο ACE2, η οποία του δίνει την δυνατότητα να εισχωρήσει εντός του κυττάρου και να ξεκινήσει διαδικασίες πολλαπλασιασμού και περαιτέρω εξάπλωσης.
Σχέση της νόσου COVID-19 με συνυπάρχοντα νοσήματα
Για τους ασθενείς που προσβάλλονται από τον κορωνοϊό SARS-CoV-2, καταλυτική για την πορεία της νόσου είναι η ύπαρξη ιστορικού καρδιοπάθειας ή καρδιαγγειακών συννοσηροτήτων, όπως η αρτηριακή υπέρταση και ο σακχαρώδης διαβήτης.
Η παρουσία αυτών των παθήσεων δείχνει να σχετίζεται με μεγαλύτερη πιθανότητα για σοβαρότερη εξέλιξη ή θάνατο.
Οι παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί που οδηγούν σ’ αυτήν την παρατηρούμενη δυσμενέστερη πορεία δεν έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως. Ωστόσο, δεδομένα έχουν δείξει ότι ασθενείς με ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου φέρουν αυξημένα επίπεδα του ενζύμου ACE2 και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να παρέχουν ευνοϊκότερες συνθήκες εξάπλωσης για τον κορωνοϊό SARS-CoV-2 και να ευθύνονται για τη χειρότερη εξέλιξη της νόσου.
Συμμετοχή της καρδιάς στην πορεία της νόσου COVID-19
Η αξιοποίηση κλινικών πληροφοριών από διάφορες ομάδες ασθενών με COVID-19, έδειξε ότι η εμφάνιση καρδιαγγειακών επιπλοκών, αποτελεί έναν ανεξάρτητο δείκτη δυσμενούς πρόγνωσης. Στην πλειονότητα των κλινικών μελετών, ποσοστό μεγαλύτερου του 50% των θανόντων ασθενών είχαν εμφανίσει μυοκαρδιακή βλάβη κατά τη διάρκεια της νόσου.
Παρόλο που τα ακριβή αίτια αυτής της συσχέτισης δεν έχουν αποδειχθεί επαρκώς, οι κύριοι μηχανισμοί που φαίνεται να ευθύνονται για την συμμετοχή της καρδιάς στην πορεία της νόσου COVID-19 είναι οι εξής:
1. Το ένζυμο ACE2, που χρησιμοποιείται σαν κυτταρικός υποδοχέας του κορωνοϊού SARS-CoV-2, εκφράζεται στα μυοκαρδιακά κύτταρα και ενδέχεται να παρέχει δίοδο στον SARS-CoV-2 για άμεση μυοκαρδιακή εισβολή και βλάβη.
2. Επιπλέον, το ένζυμο ACE2 ασκεί καρδιοπροστατευτική λειτουργία. Επομένως, η πιθανή απώλεια της λειτουργικότητάς του μετά τη σύνδεση με τον SARS-CoV-2, έχει ως αποτέλεσμα την παύση της παρεχόμενης καρδιοπροστασίας από ένα μέρος του συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης, στο οποίο συμμετέχει το ACE2.
3. Πρόσφατα εργαστηριακά δεδομένα έχουν δείξει ότι η νόσος COVID-19 μπορεί να πυροδοτήσει ένα σύνδρομο υπερφλεγμονώδους απάντησης. Αυτό με τη σειρά του, μπορεί να οδηγήσει τόσο σε μυοκαρδιακή φλεγμονή και καταστροφή μυοκαρδιακών κυττάρων, όσο και σε ρήξη προϋπαρχόντων αθηρωματικών πλακών, οδηγώντας σε έμφραγμα του μυοκαρδίου.
4. Τέλος, οι συχνότερες εκδηλώσεις της νόσου COVID-19 αφορούν το αναπνευστικό σύστημα και μπορούν να προκαλέσουν μειωμένη παροχή οξυγόνου. Ταυτόχρονα, οι αυξημένες μεταβολικές ανάγκες του οργανισμού κατά τη διάρκεια της λοίμωξης αναγκάζουν την καρδιά να λειτουργεί σε συνθήκες αυξημένης καρδιακή παροχής. Επομένως, ο συνδυασμός ελαττωμένης καρδιακής παροχής σε οξυγόνο με την ανάγκη για μεγαλύτερη καρδιακή παροχή μπορεί τελικά να οδηγήσει σε μυοκαρδιακή ισχαμία και βλάβη.
Τρόποι αντιμετώπισης της νόσου COVID-19
Σχετικά με την αντιμετώπιση της νόσου και ειδικότερα των καρδιακών επιπλοκών, τα υπάρχοντα δεδομένα δεν είναι επαρκή. Η ερευνητική κοινότητα έχει στραφεί, σχεδόν αποκλειστικά, στην ανάπτυξη ενός εμβολίου, ενώ διενεργούνται εκατοντάδες κλινικές μελέτες ακόμα και στη χώρα μας, όπου δοκιμάζονται διάφοροι φαρμακευτικοί παράγοντες, χωρίς ωστόσο να έχει προκύψει στοχευμένη θεραπεία έως σήμερα.
Οι κυριότεροι άξονες αντιμετώπισης της νόσου COVID-19 στηρίζονται στην καθιέρωση ισχυρών μέτρων πρόληψης. Σ’ αυτό το πλαίσιο, συγκεντρώθηκαν οι οδηγίες από τις σημαντικότερες καρδιολογικές εταιρείες και προτάθηκαν συνοπτικά μέτρα για τους ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο, μερικά από τα οποία είναι:
1. Η χρήση εξοπλισμού ατομικής προστασίας σε κάθε περίπτωση κοινωνικών επαφών.
2. Η ακύρωση όλων των μη επειγόντων καρδιολογικών εξετάσεων.
3. Η αντικατάσταση των προγραμματισμένων ιατρείων με τηλεφωνικές ιατρικές εκτιμήσεις.
4. Η αποφυγή μη αναγκαίων επισκέψεων σε ιδρύματα υγειονομικής περίθαλψης και η χρήση μέσων ψηφιακής ιατρικής για απομακρυσμένη παρακολούθηση και διαχείριση ασθενών.
5. Σε περίπτωση νόσου COVID-19 σε ασθενείς με καρδιολογικά προβλήματα, συστήνεται η συνέχιση της συνήθους φαρμακευτικής αγωγής και η αποφυγή χρήσης φαρμάκων που δεν έχουν συνταγογραφηθεί από τον θεράποντα ιατρό.
Ενόψει των δυσοίωνων προβλέψεων πως το 40-70% του παγκόσμιου πληθυσμού θα νοσήσει από COVID-19 εντός του ερχόμενου χρόνου, απαιτείται αφενός μεν επιμονή απ’ τον ιατρικό και ερευνητικό κόσμο, αφετέρου δε υπομονή από το υπόλοιπο σύνολο του πληθυσμού.
*To κείμενο στηρίχθηκε στο άρθρο “Involvement of Cardiovascular System As The Critical Point in Coronavirus Disease 2019 (COVID-19) Prognosis and Recovery” το οποίο δημοσιεύτηκε στις 10 Ιουνίου στο Hellenic Journal of Cardiology. Η περιληπτική απόδοση έγινε από τον πρώτο συγγραφέα του άρθρου και καρδιολόγο Χαράλαμπο Λαζαρίδη, υπότροφο της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας στο Freeman Hospital, Newcastle upon Tyne Hospitals NHS Foundation Trust και Newcastle University της Αγγλίας στα πλαίσια εξειδίκευσης στη δευτερογενή καρδιαγγειακή πρόληψη υπό την επίβλεψη του καθηγητή καρδιολογίας Κωνσταντίνου Στέλλου.