Η πανδημία που προκάλεσε η νόσος COVID-19 μοιραία έστρεψε τον ενδιαφέρον όλων στο νέο κορωνοϊό και την προστασία απ’ αυτόν. Ωστόσο, η επιστημονική κοινότητα εξακολουθεί να εργάζεται επισταμένως για τη βελτιστοποίηση της διαχείρισης του καρκίνου με απώτερο στόχο την αποτελεσματική αντιμετώπισή του.

Προσφάτως, λοιπόν, και υπό τις νέες συνθήκες λόγω πανδημίας, πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά το ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας, ASCO2020. Ο κ. Κωνσταντίνος Συρίγος* MD, PhD, FCCP, καθηγητής Παθολογίας και Ογκολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών και διευθυντής της Γ’ Παθολογικής Κλινικής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) στο Γενικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος Αθηνών «Η Σωτηρία», που συμμετείχε στις εργασίες του ASCO2020 μίλησε στο ygeiamou.gr για τις εξελίξεις που αφορούν στον καρκίνο.

Ο κ. Κωνσταντίνος Συρίγος
Καθηγητής Παθολογίας & Ογκολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ

«Ένα μεγάλο μέρος της θεματολογίας του συνεδρίου, όπως ήταν αναμενόμενο, αφιερώθηκε στη νόσο COVID-19 και στις επιπτώσεις της στους καρκινοπαθείς», λέει ο κ. Συρίγος και εξηγεί ότι «από τα προκαταρκτικά στοιχεία που είχαμε στη διάθεσή μας καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι υπήρξαν πολύ μεγάλες διαφορές στην διαχείριση των ασθενών με καρκίνο και τη λοίμωξη από το SARS-CoV-2. Αυτό είχε να κάνει με την κατάσταση του υγειονομικού συστήματος κάθε χώρας. Στις χώρες με αποτελεσματική διαχείριση της πανδημίας, όπως η Ελλάδα, η προστασία της υγείας των καρκινοπαθών ήταν συνολικά καλύτερη».

Η Γ’ Παθολογική Κλινική του ΕΚΠΑ, της οποίας προΐσταται ο κ. Συρίγος ήταν από τις πρώτες δημόσιες κλινικές που εξέδωσαν λεπτομερείς οδηγίες για την προστασία των ασθενών με καρκίνο από τη νόσο COVID-19. «Ανάλογες οδηγίες εξέδωσε η Ελληνική Εταιρεία Παθολόγων-Ογκολόγων και άλλα αρμόδια θεσμικά όργανα και έτσι σαν χώρα πετύχαμε να έχουμε έναν μικρό αριθμό ασθενών με καρκίνο που προσεβλήθησαν από τον νέο κορωνοϊό», σύμφωνα με τον διαπρεπή Έλληνα καθηγητή Παθολογίας και Ογκολογίας.

Στον αντίποδα βρέθηκαν χώρες, όπως η Ιταλία και οι ΗΠΑ, όπου λόγω των μεγάλων πιέσεων που δέχθηκαν τα συστήματα υγείας τους, «δυστυχώς και νόσησαν και απεβίωσαν από κορωνοϊό πολλοί καρκινοπαθείς, γιατί δεν είχε ληφθεί ειδική μέριμνα γι’ αυτούς εγκαίρως», διευκρινίζει.

Πάντως, μια διαπίστωση που αφορούσε όλες τις χώρες κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας ήταν ότι «οι ασθενείς με καρκίνο, κυρίως οι νεο-διαγνωσμένοι αλλά και οι ‘παλαιότεροι’ εξαφανίστηκαν. Δηλαδή, σε πολλές χώρες, όπως και στην Ελλάδα, οι ογκολογικές θεραπείες ανεστάλησαν αλλά και οι ίδιοι οι ασθενείς από φόβο απέφυγαν να υποβληθούν σε θεραπευτικά χειρουργεία ή να κάνουν προγραμματισμένες εξετάσεις», εξηγεί ο κ. Συρίγος σημειώνοντας ότι «αυτό πρόκειται να δημιουργήσει μια αύξηση στα ποσοστά θνησιμότητας στους πάσχοντες από καρκίνο, που προς το παρόν δεν μπορούμε να υπολογίσουμε και θα αργήσει να αποτυπωθεί στις επιδημιολογικές αναλύσεις».

Στο ερώτημα πως οι Έλληνες πάσχοντες από καρκίνο θα πρέπει να θωρακιστούν όσο καλύτερα γίνεται ενόψει του δεύτερου κύματος της επιδημίας COVID-19 o διευθυντής της Γ’ Παθολογικής Κλινικής του ΕΚΠΑ απαντά πως «πολλοί ασθενείς με ρωτούν τι πρέπει να κάνουν για να προστατευθούν. Βάσει των κατευθυντήριων οδηγιών, συμβουλεύω καθέναν ξεχωριστά για τα εμβόλια που μπορεί να κάνει, όπως για παράδειγμα το αντιγριπικό. Κάποιοι ασθενείς μπορούν να το κάνουν, όχι όμως όλοι. Σε γενικές γραμμές πάντως θα πρέπει να τηρούν πιστά τις γενικές οδηγίες, όπως η καλή υγιεινή των χεριών, η τήρηση των αποστάσεων, η χρήση μάσκας στους κλειστούς χώρους και η αποφυγή σημείων όπου παρατηρείται συνωστισμός».

Ο κ. Συρίγος προσθέτει ότι οι ασθενείς τον ρωτούν φυσικά και για το εμβόλιο για τον SARS-CoV-2. «Δεν μπορώ να απαντήσω για κάτι που δεν υπάρχει. Πρέπει πρώτα να διαβάσουμε προσεκτικά τα κλινικά δεδομένα, να δούμε την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια του όποιου εμβολίου τελικά εγκριθεί και έπειτα θα κινηθούμε αναλόγως», λέει εκτιμώντας ότι «ένα εμβόλιο για τον SARS-CoV-2 θα έχουμε σύντομα, αλλά φοβάμαι πως, όπως πολλά που έγιναν την περίοδο της πανδημίας, δεν θα είναι επαρκώς επιστημονικά τεκμηριωμένο. Είδαμε μια πληθώρα επιστημονικών δημοσιεύσεων σε έγκριτα περιοδικά, χωρίς πάντα να τηρούνται οι βασικές προϋποθέσεις της επιστημονικής έρευνας. Κι έτσι πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να έχουμε τελικά και ένα εμβόλιο πολύ νωρίτερα απ’ όσο πρέπει. Κι ενώ είναι πιεστική η ανάγκη για ένα εμβόλιο, θα πρέπει να σας θυμίσω ότι η Ιατρική είναι ένα άθροισμα πιεστικών αναγκών. Παρ’ όλα αυτά οι απαντήσεις που καλούμαστε να δώσουμε πρέπει να είναι πάντα επιστημονικά τεκμηριωμένες. Διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος αντί για καλό να κάνουμε κακό στον ασθενή».

Σχολιάζοντας τα υπόλοιπα τεκταινόμενα του ASCO 2020 ο κ. Κωνσταντίνος Συρίγος λέει ότι «τα δυο βασικά συμπεράσματα ήταν τα εξής:
α) η Ανοσοθεραπεία έχει πλέον θέση στα θεραπευτικά πρωτόκολλα των περισσοτέρων μορφών καρκίνου, συνήθως σε συνδυασμό με άλλες θεραπείες και
β) η αντικαρκινική θεραπεία θα πρέπει να βασίζεται στην αξιολόγηση καρκινικών δεικτών, ώστε πλέον να εφαρμόζουμε τη λεγόμενη ‘εξατομικευμένη’ θεραπεία του καρκίνου. Πρόκειται για τη θεραπεία που στοχεύει συγκεκριμένα ογκο-γονίδια και διαφοροποιείται από άτομο σε άτομο».

Τέσσερις καρκίνοι, που σύμφωνα με τον κ. Συρίγο, επηρεάζονται άμεσα από τις δύο προαναφερόμενες διαπιστώσεις του ASCO2020 είναι του παχέος εντέρου, του μαστού, της ουροδόχου κύστης και του νεφρού. «Από τα κλινικά δεδομένα που παρουσιάστηκαν στο συνέδριο προκύπτει ότι στον καρκίνο του παχέος εντέρου υπάρχει μια υπο-ομάδα ασθενών όπου η Ανοσοθεραπεία μπορεί να χορηγηθεί ευθύς εξαρχής, καθώς πλέον υπάρχουν συγκεκριμένοι μοριακοί δείκτες που τεκμηριώνουν την αποτελεσματικότητα του θεραπευτικού αυτού πλάνου. Στο χειρουργήσιμο καρκίνο του πνεύμονα, διαπιστώνεται επίσης ότι η χημειοθεραπεία δεν αρκεί και θα πρέπει να γίνεται μοριακός έλεγχος και στοχεύουσα θεραπεία σε μια υπο-ομάδα ασθενών. Κι αυτό είναι μια εξέλιξη που αλλάζει άμεσα τη διαχείριση της νόσου. Επίσης, στον καρκίνο της ουροδόχου κύστης μετά τη χημειοθεραπεία μπορεί να ακολουθήσει ανοσοθεραπεία. Τέλος, στον τριπλά αρνητικό (σε οιστρογόνα, προγεστερόνη και HER2) καρκίνο του μαστού μια νέα μελέτη ήρθε να επιβεβαιώσει τη θέση της ανοσοθεραπείας στον θεραπευτικό αλγόριθμο», εξηγεί.

Και σημειώνει ότι, «όλα τα νέα στοιχεία μας δείχνουν ότι από αύριο κιόλας οι συγκεκριμένοι καρκίνοι πρέπει να αντιμετωπίζονται συνδυάζοντας την ανοσοθεραπεία με τη στοχεύουσα θεραπεία ή με την χημειοθεραπεία».

Αλλά σύμφωνα με τον καθηγητή Παθολογίας και Ογκολογίας του ΕΚΠΑ «κανείς ασθενείς δεν μπορεί να ξεκινάει την αντικαρκινική θεραπεία του, αν πρώτα δεν έχει υποβληθεί στον απαραίτητο μοριακό έλεγχο. Η στρατηγική που ακολουθούμε στην κλινική μας είναι οι επαναλαμβανόμενες βιοψίες, ειδικά όταν πρόκειται για καρκίνους του μαστού και του πνεύμονα, έτσι ώστε να κάνουμε διαδοχικούς μοριακούς ελέγχους γιατί φαίνεται ότι μετά από επαναλαμβανόμενες θεραπείες ορισμένες φορές αλλάζει το μοριακό προφίλ του όγκου και αυτό επηρεάζει και την ανταπόκριση του στα θεραπευτικά σχήματα».

Σημείο-κλειδί, ωστόσο, στην υιοθέτηση των προαναφερόμενων εξελίξεων στη διαχείριση των ασθενών με καρκίνο, είναι η προσαρμογή των υγειονομικών συστημάτων σε αυτές τις αλλαγές. «Η πρώτη και σημαντικότερη αλλαγή που πρέπει να κάνουν τα υγειονομικά συστήματα, είναι η αποζημίωση των μοριακών εξετάσεων. Πρέπει οι αρμόδιοι φορείς, όπως ο ΕΟΠΥΥ στη χώρα μας, να καταλάβουν ότι αποζημιώνοντας περισσότερους μοριακούς δείκτες γλιτώνουν το κόστος μιας πανάκριβης και πολλές φορές μη αναγκαίας αντικαρκινικής θεραπείας. Όμως, αυτό προϋποθέτει και αυστηρά συνταγογραφικά πρωτόκολλα. Ποιος συνταγογραφεί τι και για ποιο λόγο. Θέλουμε να συνταγογραφούνται περισσότεροι μοριακοί δείκτες για τους κατάλληλους υπο-τύπους καρκίνου και από εξειδικευμένους γιατρούς, ώστε ο ασθενής να λαμβάνει τη βέλτιστη θεραπεία», υπογραμμίζει καταλήγοντας ο κ. Συρίγος.

 

* Ο κ. Κωνσταντίνος Συρίγος MD, PhD, FCCP, είναι καθηγητής Παθολογίας και Ογκολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, διευθυντής της Γ’ Παθολογικής Κλινικής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στο Γενικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος Αθηνών «Η Σωτηρία», επισκέπτης καθηγητής Ογκολογίας Θώρακος στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Yale και αναπληρωτής καθηγητής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Pittsbrugh στις ΗΠΑ.