Το μικροβίωμα των ασθενών με Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο ιδιαίτερα εκείνων με αυξημένη δραστηριότητα της νόσου, παρουσιάζει μειωμένη ποικιλομορφία σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Annals of the Rheumatic Diseases.

Οι επιστήμονες από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης χρησιμοποίησαν προς εξέταση δείγματα αίματος και κοπράνων από 61 ασθενείς με τη νόσο. Πραγματοποιήθηκαν αναλύσεις ριβοσωμικού RNA (rRNA) στα δείγματα κοπράνων, καθώς και ανάλυση του ορού αίματος για να αξιολογηθεί η ανοσολογική και αντισωματική απάντηση.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το μικροβίωμα των ασθενών με Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο παρουσίαζε μειωμένη ποικιλία όσον αφορά τα είδη των μικροβίων που περιείχε συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου. Η πιο μεγάλη μείωση της ταξονομικής ποικιλίας του μικροβιώματος παρατηρήθηκε στις ασθενείς με έντονη δραστηριότητα της νόσου. Συνολικά παρατηρήθηκε πολύ μεγαλύτερη παρουσία του Ruminococcus gnavus του γένους Ruminococcus της οικογένειας Lachnospiraceae στους ασθενείς με Λύκο. Σύμφωνα με τη μελέτη οι 61 γυναίκες που διεγνώσθηκαν με ΣΕΛ είχαν πέντε φορές περισσότερα βακτήρια Ruminococcus gnavus συγκριτικά με 17 γυναίκες της ίδιας ηλικίας και όμοιας φυλετικής καταγωγής οι οποίες ήταν υγιείς. Να σημειωθεί ότι η νόσος εκδηλώνεται πιο συχνά στις γυναίκες απ’ ότι στους άνδρες. Επίσης τα βακτήρια συσχετίστηκαν με υψηλά επίπεδα αντισωμάτων σε αυτούς τους ασθενείς.

«Η ανάλυσή μας παρέχει τα πρώτα στοιχεία ότι ο Λύκος σχετίζεται με τον πολλαπλασιασμό του Ruminococcus gnavus, ένα αναερόβιο είδος βακτηρίων», ανέφεραν οι ερευνητές.

«Οι υπάρχουσες θεραπείες για τον Λύκο μειώνουν την άμυνα του ανοσοποιητικού συστήματος. Η ανάλυση μας με έχει ενθουσιάσει επειδή πιστεύω ότι πραγματικά μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη ποιότητα ζωής των ασθενών» εξηγεί ο Gregg Silverman επικεφαλής ερευνητής, καθηγητής ιατρικής και παθολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.

Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ) μια αυτοάνοση νόσος που επιτίθεται στις αρθρώσεις, το δέρμα και τα νεφρά και όπως αποκαλύπτει η τρέχουσα έρευνα σχετίζεται με αλλαγές και τροποποιήσεις του μικροβιώματος του εντέρου. Σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης τα πειράματά τους παρέχουν για πρώτη φορά στοιχεία που συσχετίζουν τις διαταραχές του εντερικού μικροβιώματος με τον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο.

Ανάμεσα στα πρακτικά οφέλη της νέας έρευνας θα μπορούσε να είναι η ανάπτυξη σχετικά απλών αιματολογικών εξετάσεων οι οποίες θα εντοπίζουν τα αντισώματα που είναι προσκολλημένα στα βακτήρια, ο υπολογισμός των οποίων θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί για τη διάγνωση και έλεγχο της εξέλιξης του ΣΕΛ και τη διαμόρφωση της θεραπείας, ακόμα και στα αρχικά στάδια της νόσου. Οι υπάρχουσες εξετάσεις είναι συχνά ανεπαρκείς και βασίζονται σε σημάδια και συμπτώματα τα οποία εμφανίζονται μόνο όταν η ασθένεια βρίσκεται ήδη σε προχωρημένο στάδιο.

«Είναι αναγκαίες μεγαλύτερες μελέτες για να επιβεβαιώσουν πώς αυτά τα βακτήρια ενδέχεται να προκαλούν ΣΕΛ. Αλλά αν τα μελλοντικά πειράματα δείξουν παρόμοια θετικά αποτελέσματα, τότε θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την εξέλιξη στις υπάρχουσες προσεγγίσεις για τη θεραπεία της ασθένειας» αναφέρουν οι ερευνητές.