Το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου είναι πρώτη αιτία θανάτου παγκοσμίως, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας. Μπορείτε να αναγνωρίσετε τα συμπτώματα; Ξέρετε τι πρέπει να κάνετε ώστε το επεισόδιο να μην αποβεί μοιραίο για τη ζωή σας;

Ο Καρδιολόγος Στέφανος Φούσας, MD, FESC, FACC σντονιστής Τομέα Καρδιάς του Metropolitan General, επίκουρος καθηγητής Καρδιολογίας και τέως πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας, επικεφαλής ομάδας γιατρών διευθυντών του Metropolitan General, πρωτοστατεί στην ενημέρωση του κοινού για την πρόληψη και αντιμετώπιση του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου.

«Ετησίως, τα οξέα στεφανιαία σύνδρομα (περιλαμβανομένων του οξέος εμφράγματος μυοκαρδίου, της ασταθούς στηθάγχης, του αιφνίδιου καρδιακού θανάτου και της καρδιακής ανεπάρκειας) ανέρχονται σε 20.000, εκ των οποίων τα 10.000 αφορούν σε εμφράγματα μυοκαρδίου. Οι ασθενείς αυτοί για να σωθούν πρέπει να υποβληθούν σε πρωτογενή αγγειοπλαστική μέσα στις δύο με τρεις πρώτες ώρες από την εκδήλωση των συμπτωμάτων, διότι για να νεκρωθεί το τείχος του μυοκαρδίου χρειάζονται περίπου έξι ώρες. Αν λοιπόν επέμβουμε εγκαίρως περιορίζουμε τη βλάβη στο μυοκάρδιο», εξηγεί μιλώντας το ygeiamou.gr ο κ. Φούσας. Ωστόσο, στο 70% των περιπτώσεων, παγκοσμίως αλλά και στην Ελλάδα, ο ασθενής καθυστερεί από μερικές ώρες έως και ολόκληρες ημέρες ή και εβδομάδες να αναζητήσει ιατρική βοήθεια.

Πως εκδηλώνεται το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου
Το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου έχει τέσσερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. «Πρώτα ο ασθενής βιώνει έναν ξαφνικό πόνο στο στήθος. Ο πόνος αυτός μοιάζει με ένα σφίξιμο που πιέζει δυνατά το στήθος. Έπειτα η διάρκεια του πόνου είναι περίπου μισή ώρα και τέλος ο πόνος συνοδεύεται από εφίδρωση και τάση για εμετό. Τέλος, ο πόνος ξεκινάει από το στήθος, ανεβαίνει προς την κάτω γνάθο και πηγαίνει προς το εσωτερικό μέρος του άνω άκρου», εξηγεί ο Στέφανος Φούσας.

Τι κάνουμε όταν συμβεί το έμφραγμα
Σύμφωνα με τον κ. Φούσα, πρέπει να καλέσουμε άμεσα ασθενοφόρο, το οποίο σύμφωνα με δεδομένα για την Ελλάδα, θα χρειαστεί περίπου 30-40 λεπτά για να παραλάβει και να διακομίσει το περιστατικό στο νοσοκομείο. Εκεί, η ιατρική ομάδα θα παραλάβει τον ασθενή για να του κάνει πρωτογενή αγγειοπλαστική, δηλαδή διάνοιξη του αγγείου που ευθύνεται για το έμφραγμα. «Συνολικά, χρειαζόμαστε δύο ώρες για να κάνουμε όλη τη διαδικασία και να διασφαλίσουμε ότι θα σωθεί ο άρρωστος. Αλλά καθοριστικό ρόλο παίζει η χορήγηση ασπιρίνης στον ασθενή εν αναμονή του ασθενοφόρου, καθώς έχει αντιαιμοπεταλιακή δράση, και μπορεί να διαλύσει τον θρόμβο που έχει σχηματιστεί», σημειώνει ο ειδικός και τονίζει ότι η διακομιδή με ασθενοφόρο είναι προτιμότερη του ιδιωτικού μεταφορικού μέσου αφού «την πρώτη ώρα από την εκδήλωση των συμπτωμάτων συμβαίνουν θανατηφόρες αρρυθμίες και σ’ αυτό ακριβώς το χρονικό εύρος μπορούν να παρέμβουν οι διασώστες και επαναφέρουν τον ασθενή σε περίπτωση θανατηφόρου αρρυθμίας».

Και προσθέτει ότι, «το 80% της επιφάνειας της χώρας μας μπορεί να καλυφθεί με πρωτογενή αγγειοπλαστική. Στο υπόλοιπο 20% μπορούμε να κάνουμε θρομβόλυση και ο ασθενής μετέπειτα να διακομιστεί σε κλινική με Αιμοδυναμικό Εργαστήριο μέσα στο πρώτο 24ωρο και ανάλογα με τα συμπτώματα που έχει να κάνει στεφανιογραφία. Άρα, λοιπόν, και οι ασθενείς που ζουν σε ορεινές ή νησιωτικές περιοχές έχουν τη δυνατότητα δια μέσου των Κέντρων Υγείας να κάνουν θρομβόλυση και έπειτα πρωτογενή αγγειοπλαστική».

Αξίζει να σημειωθεί ότι, η Καρδιολογία στην Ελλάδα είναι σε υψηλό επίπεδο, κατατασσόμενη μέσα στην πρώτη δεκάδα πανευρωπαϊκά. Αυτό πρακτικά σημαίνει, ότι τόσο στην Αττική, όσο και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, τα Ιωάννινα και το Ηράκλειο Κρήτης, είναι διαθέσιμες όλες τις θεραπευτικές επιλογές για τους πάσχοντες από στεφανιαία σύνδρομα. Εκεί που θα πρέπει να επενδύσουμε ως χώρα είναι στην πρόληψη και τη μείωση των προδιαθεσικών παραγόντων κινδύνου.

Κάλλιον του θεραπεύειν το προλαμβάνειν
Ο πρώην πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας, υπέρμαχος και πρωτοστάτης στην Προληπτική Ιατρική, υπενθυμίζει την φράση του Ιπποκράτη, «Κάλλιον του θεραπεύειν το προλαµβάνειν» υπενθυμίζοντας ότι «για προλάβουμε το έμφραγμα του μυοκαρδίου θα πρέπει να έχουμε λίγους προδιαθεσικούς παράγοντες κινδύνου, δηλαδή να μην καπνίζουμε, να μην έχουμε υψηλή αρτηριακή πίεση, να μην έχουμε υψηλή “κακή” χοληστερόλη, να μην κάνουμε καθιστική ζωή, να μην είμαστε παχύσαρκοι και να ρυθμίζουμε σωστά το σάκχαρό μας. Όσο λιγότερους προδιαθεσικούς παράγοντες έχουμε, τόσο λιγότερο κινδυνεύουμε. Σκεφτείτε ότι, αν έχουμε έναν προδιαθεσικό παράγοντα και είμαστε 40-55 ετών έχουμε 2% πιθανότητα να υποστούμε έμφραγμα, αν έχουμε δύο παράγοντες κινδύνους ο κίνδυνος αυξάνεται στο 4%, αν έχουμε τρεις το ποσοστό είναι 9% και αν έχουμε τέσσερις το ποσοστό φτάνει το 18%. Δηλαδή, μιλάμε για γεωμετρική αύξηση του κινδύνου».

Στην ίδια «γραμμή πλεύσης» και ο Καρδιολόγος Γεώργιος Θεοδωρίδης, μέλος του επιστημονικού προσωπικού του Metropolitan General, υπογραμμίζει τη σημασία της πρόληψης και της μείωσης των προδιαθεσικών παραγόντων κινδύνου για την μείωση και του αιφνίδιου καρδιακού θανάτου.

«Αιφνίδιος καρδιακός θάνατος είναι αυτός που συμβαίνει μέσα σε 24ωρες από την εκδήλωση των συμπτωμάτων. Στους ενήλικες η επικρατέστερη αιτία είναι η στεφανιαία νόσος, η αιφνίδια απόφραξη μιας στεφανιαίας αρτηρίας κάνει θανατηφόρα αρρυθμία, κοιλιακή μαρμαρυγή και πεθαίνει τελικά ο ασθενής», εξηγεί ο κ. Θεοδωρίδης. Ωστόσο, υπάρχουν κι άλλες αιτίες που κάνουν αιφνίδιο καρδιακό θάνατο. Για παράδειγμα στους νέους, η πιο συχνή αιτία είναι η υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια και άλλες συγγενείς καρδιοπάθειες. Άλλοτε πρόκειται για διαγνωσμένες παθήσεις και άλλοτε για αδιάγνωστες. Έτσι δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο νεαρών αθλητών να καταρρέουν στους αγωνιστικούς χώρους και να πεθαίνει αιφνίδια. Πρόκειται για περιπτώσεις που ο ασθενής κάνει επικίνδυνες κοιλιακές ταχυκαρδίες οι οποίες συνήθως οι ασθενείς καταλήγουν, αν δεν υπάρχει δυνατότητα να γίνει ανάταξη.

«Γι’ αυτό είναι σημαντικό να έχει εκπαιδευθεί ο πληθυσμός και να μπορεί να κάνει καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση (ΚΑΡΠΑ) και φυσικά να υπάρχουν διαθέσιμοι απινιδωτές σε πολυσύχναστα μέρη, αφού αν η ανάνηψη γίνει τα πρώτα δέκα λεπτά υπάρχει 50% πιθανότητα να επιζήσει ο άρρωστος. Αν περάσουν 30 λεπτά η πιθανότητα μειώνεται στο 5%», επισημαίνει ο κ. Θεοδωρίδης.