Η ετήσια έκθεση της Παγκόσμιας Στατιστικής για την Υγεία παρουσιάστηκε πρόσφατα, μεταφέροντας ένα θετικό μήνυμα για τη διάρκεια ζωής του παγκόσμιου πληθυσμού.
Συγκεκριμένα, το παγκόσμιο προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε κατά 5,5 χρόνια μεταξύ του 2000 και του 2016, ανέφερε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), πράγμα που πρακτικά σημαίνει ότι ένα παιδί που γεννήθηκε το 2016 αναμένεται να ζήσει κατά μέσο όρο 72 χρόνια, δηλαδή 5,5 χρόνια περισσότερα από αυτά που θα ζούσε αν γεννιόταν το 2000.
Στην έκθεση αυτή, πάντως, ο ΠΟΥ προειδοποιεί ότι η ανισότητα στα εισοδήματα και στην πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη μεταφράζεται σε πολύ μικρότερη διάρκεια ζωής για πολλούς ανθρώπους, ενώ την ίδια στιγμή η Υπηρεσία Υγείας του ΟΗΕ αναδεικνύει τις σημαντικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των δύο φύλων όσον αφορά στο προσδόκιμο ζωής παγκοσμίως.
Πιο αναλυτικά, από την έκθεση του ΠΟΥ προκύπτει ότι τα πρώτα 16 χρόνια του 21ου αιώνα σημειώθηκε δραματική πτώση στους θανάτους παιδιών κάτω των πέντε ετών, ειδικά στην υποσαχάρια Αφρική, όπου σημειώθηκε πρόοδος κατά της ελονοσίας, της ιλαράς και άλλων μεταδοτικών ασθενειών, δήλωσε ο ΠΟΥ.
Ωστόσο, παρά την πρόοδο που παρατηρείται στις φτωχότερες χώρες, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές ως προς το προσδόκιμο ζωής μεταξύ των αναπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων εθνών. Χαρακτηριστικό είναι ότι, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, τα άτομα σε χώρες με χαμηλό εισόδημα ζουν κατά μέσο όρο 18 χρόνια λιγότερα από εκείνα χωρών με υψηλό εισόδημα.
Στο Λεσόθο, για παράδειγμα, οι άνθρωποι ζουν κατά μέσο όρο μόλις έως τα 52 ή 53 τους χρόνια και στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία έως τα 53, σε αντίθεση με την Ελβετία και την Ιαπωνία όπου οι άνθρωποι ξεπερνούν τα 83 και 84 χρόνια αντίστοιχα.
Και ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι που πεθαίνουν σε πλούσιες χώρες είναι μεγάλοι σε ηλικία, σχεδόν ένας στους τρεις θανάτους στις φτωχότερες χώρες αφορά παιδιά κάτω των πέντε.
Το θετικό σε όλα αυτά είναι ότι προσδόκιμο ζωής έχει επίσης αυξηθεί χάρη στην πρόοδο κατά του ιού HIV/AIDS, ο οποίος προσέβαλε μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Αφρικής τη δεκαετία του 1990.
Εντυπωσιακές διαφορές μεταξύ των φύλων
Για πρώτη φορά στη φετινή έκθεση, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κατηγοριοποίησε τα παγκόσμια στατιστικά υγείας κατά φύλο, δείχνοντας σαφώς ότι οι γυναίκες έχουν καλύτερες προοπτικές μακροζωίας από ό,τι οι άντρες.
Κατά τη γέννηση, τα βρέφη είναι πιο πιθανό να είναι αρσενικά από ό,τι θηλυκά, ενώ φέτος αναμένεται να γεννηθούν περίπου 73 εκατομμύρια αγόρια και 68 εκατομμύρια κορίτσια.
Ωστόσο, επειδή οι άνδρες είναι πιο ευαίσθητοι βιολογικά κατά τη γέννηση αλλά και πιο επιρρεπείς σε επικίνδυνες συμπεριφορές κατά τη διάρκεια της ζωής τους, τα ποσοστά θνησιμότητας τείνουν να είναι υψηλότερα μεταξύ των αγοριών και των ανδρών και η αναλογία αυτή μεταβάλλεται καθώς ο πληθυσμός γερνάει.
Ενδεικτικό είναι ότι, σε παγκόσμια κλίμακα, τα κορίτσια που γεννήθηκαν το 2016 αναμένεται να ζήσουν έως την ηλικία των 74,2 ετών, ενώ τα αγόρια κατά μέσο όρο θα φθάσουν τα 69,8 χρόνια.
Σύμφωνα με την έκθεση, πάντως, ένας από τους λόγους για τους οποίους οι γυναίκες φαίνεται να ζουν περισσότερο είναι ότι τείνουν να χρησιμοποιούν καλύτερα τη διαθέσιμη υγειονομική περίθαλψη.
Σε χώρες που αντιμετωπίζουν επιδημίες HIV, για παράδειγμα, οι γυναίκες έχουν πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να κάνουν εξετάσεις για τον ιό HIV και να έχουν πρόσβαση σε αντιρετροϊκές θεραπείες από ό,τι οι άντρες, πράγμα που συμβαίνει και στην περίπτωση της φυματίωσης, σύμφωνα με τον ΠΟΥ.
Ως εκ τούτου, ίσως δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά στο προσδόκιμο ζωής είναι μικρότερο σε περιοχές στις οποίες οι γυναίκες δεν έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.
Στις χώρες με χαμηλό εισόδημα και λιγότερες υπηρεσίες υγείας, μία στις 41 γυναίκες πεθαίνουν από αιτίες που σχετίζονται με τη μητρότητα, σε σύγκριση με τις χώρες υψηλού εισοδήματος όπου το ποσοστό αυτό είναι μία στις 3.300 γυναίκες.
Κοινωνικό-πολιτικοί παράγοντες
Συνολικά, τα στατιστικά στοιχεία του ΠΟΥ έδειξαν ότι το προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί στις περισσότερες χώρες, όπως και σε μέρη όπως το Κράτος της Ερυθραίας (βορειοανατολική Αφρική), όπου σημειώθηκε σημαντική αύξηση της τάξης των 22 ετών κατά μέσο όρο, από τα 43 έτη που προβλέπονταν για τον πληθυσμό το 2000.
Δεν προκαλεί έκπληξη, βέβαια, το γεγονός ότι στη Συρία, η οποία έχει καταστραφεί από οκτώ χρόνια συγκρούσεων, το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε κατά μία δεκαετία, από τα 73 έτη το 2000 σε 63,8 χρόνια το 2016.
Οι άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εν τω μεταξύ παρατηρήσει ότι το προσδόκιμο ζωής τους μειώνεται από τα 79 χρόνια το 2014 στα 78,5 χρόνια δύο χρόνια αργότερα, γεγονός που σύμφωνα με τον ΠΟΥ, οφείλεται εν μέρει στην επιδημία της παχυσαρκίας.