Παρά το ερεβώδες σκηνικό της πανδημίας, το φως της επιστήμης δεν επιτρέπει να εκλείψουν η ελπίδα και η αισιοδοξία. Αυτό επιβεβαίωσαν με τη διεθνή διάκρισή τους δύο Ελληνίδες ερευνήτριες, η Μάρθα Χαμπίμπη εξωτερική συνεργάτιδα του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου και η Αγγελική Νικολακοπούλου.
Τις δυο ερευνήτριες τίμησε με το Young Investigators Award η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Έρευνας των Ακτινοβολιών (European Radiation Research Society – ERRS) για το ερευνητικό τους έργο μαζί με άλλους 23 νέους επιστήμονες. Η βράβευση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 45ου Ετήσιου Συνεδρίου της Εταιρείας στις 13 – 17 Σεπτεμβρίου, το οποίο προβλήθηκε διαδικτυακά από το Πανεπιστήμιο Lund της Σουηδίας λόγω της πανδημίας.
Η Μάρθα Χαμπίμπη, εκ των φερέλπιδων ερευνητριών, μιλά στο ygeiamou.gr για τη σημασία της έρευνάς της.
Η ακτινοφυσικός και υποψήφια διδάκτωρ στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην Ιατρική Σχολή του τμήματος Ιατρικής Φυσικής και εξωτερική συνεργάτιδα του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, έχει επιτύχει μια αξιοσημείωτη πορεία με υποτροφίες και βραβεία που επικυρώνουν την απόφασή της να εμπλακεί ερευνητικά σε ένα πεδίο που της επέτρεψε «να παντρέψει την Ιατρική, που πάντα λάτρευε, με τη Φυσική», όπως αναφέρει η ίδια.
Το επιστημονικό ενδιαφέρον της διατριβής της, η οποία της εξασφάλισε το Young Investigators Award -αποσπώντας, μάλιστα, την υψηλότερη βαθμολογία- αναγνώρισε πρώτη η Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία, επιβραβεύοντας και χρηματοδοτώντας το project, με σειρά υποτροφιών να ακολουθούν: από τη Γερμανική Ακαδημαϊκή Υπηρεσία Ανταλλαγής φοιτητών (DAAD programme fellow), στο Πανεπιστήμιο Duisburg-Essen, στο Ινστιτούτο Ραδιοβιολογίας (Institute of Medical Radiation Biology, University of Duisburg-Essen) καθώς και από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ).
Η συμβολή της έρευνας σε πρακτικό επίπεδο για την ασφάλεια ασθενών και ιατρών
Το ερευνητικό ενδιαφέρον της κ. Χαμπίμπη για τις δόσεις ακτινοβολίας που λαμβάνουν οι επεμβατικοί καρδιολόγοι και κατ’ επέκταση και οι ασθενείς συμπληρώνει οσονούπω τα οκτώ έτη, με τα πρώτα σχετικά πειράματα να εκκινούν το 2013.
Μια σύντομη αναδρομή στην πορεία της μελέτης περιλαμβάνει την αρχική χρηματοδότησή της από την Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία στο προπτυχιακό ακόμα επίπεδο, την εξέλιξη της έρευνας στις μεταπτυχιακές σπουδές με την παρότρυνση της ομάδας του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, εκπαίδευση στη Γερμανία πάνω στη Ραδιοβιολογία για τη μελέτη των χρωμοσωμάτων έπειτα από έκθεση σε ακτινοβολία με υποτροφία, φτάνοντας σήμερα στη βραβευμένη εν εξελίξει διδακτορική της διατριβή που χρηματοδοτείται από το ΙΚΥ.
«Δεν ασχολήθηκα με τη Δοσιμετρία όπου με διάφορα δοσίμετρα καταγράφεις και μετράς δόσεις, αλλά με τη Βιοδοσιμετρία», αναφέρει η κ. Χαμπίμπη και επεξηγεί πως η βιοδοσιμετρία αφορά «τη λήψη βιολογικού υλικού όπως το περιφερικό αίμα από ασθενείς που λαμβάνουν ακτινοβολία για διαγνωστικούς και θεραπευτικούς λόγους κατ’ επέκταση».
Πρόκειται για μια εφαρμοσμένη έρευνα, αφού «καθημερινά όλοι μας λαμβάνουμε χαμηλές δόσεις ακτινοβολίας, είτε μετά από μια αξονική τομογραφία, είτε από στεφανιογραφίες όπως συμβαίνει σε ένα Αιμοδυναμικό Εργαστήριο» εξηγεί η ερευνήτρια, που ως εξωτερική συνεργάτιδα του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου συλλέγει δείγματα από ασθενείς, τα οποία κατόπιν μελετά στο Εργαστήριο Υγειοφυσικής, Ραδιοβιολογίας και Κυτταρογενετικής του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» για ακτινοεπαγώμενες βλάβες σε χρωμοσωματικό και κυτταρικό επίπεδο.
Εντέλει, πόσο επικίνδυνες είναι αυτές οι χαμηλές δόσεις ακτινοβολίας; Η κ. Χαμπίμπη εξηγεί πως «προς το παρόν παραμένει ένα ερωτηματικό∙ είναι δύσκολο να ισχυριστείς πως υπάρχει κίνδυνος από αυτές τις δόσεις».
Νέα, γυναίκα και επιστήμων: Υπάρχουν δυσκολίες σήμερα;
Αναφερόμενη στη στήριξη που έλαβε και λαμβάνει μέχρι σήμερα ως νέα επιστήμονας η κ. Χαμπίμπη εκφράζει την ευγνωμοσύνη της σε τρεις επιστήμονες που διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στην ακαδημαϊκή της σταδιοδρομία.
Στους Δρ Βασίλειο Βούδρη και Δρ Παναγιώτη Καρυοφύλλη, Συντονιστή Διευθυντή και Επιμελητή Β’ αντίστοιχα στο Τμήμα Αιμοδυναμικών Μελετών και Επεμβατικής Καρδιολογίας του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου. Ιδιαίτερη ήταν η μνεία για τον κ. Βούδρη, ο οποίος ενέκυψε στο ερευνητικό της ενδιαφέρον και της έδωσε τη δυνατότητα να συμμετέχει ερευνητικά στην ομάδα του: «Το εκτίμησα πολύ, για την ακρίβεια μου άνοιξε την πόρτα και του οφείλω όλα όσα έχω κάνει».
Έπειτα, η Δρ Γεωργία Τερζούδη από το ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» και καθηγήτριά της από τις προπτυχιακές τις σπουδές, ήταν εκείνη που, πέραν της στήριξης σε εκπαιδευτικό επίπεδο, μερίμνησε για την προετοιμασία και επιτυχία των δύο υποτροφιών, τόσο για την εκπαίδευση στη Γερμανία όσο και τη χρηματοδότηση από το ΙΚΥ.
Για το τελευταίο ερώτημα, εάν το φύλο της στάθηκε αφορμή για κωλύματα στη διαδρομή της, η κ. Χαμπίμπη έδωσε μια ενδιαφέρουσα απάντηση: «Δεν νομίζω πως εν έτει 2020 μπορούμε να μιλάμε για έμφυλες ανισότητες στον τομέα των επιστημών. Όχι τουλάχιστον απ’ όσα έχει δείξει η προσωπική μου εμπειρία εδώ, αλλά και σε μέρη που έχω ταξιδέψει. Έχουν αλλάξει τα πράγματα. Μπορώ να πω πως στο πεδίο της Ραδιοβιολογίας ειδικά έχω συναντήσει πολλές γυναίκες, πιθανώς περισσότερες. Θα το λέγαμε ίσως και “γυναικοκρατούμενο” χώρο».
*Η κ. Μάρθα Χαμπίμπη εκπονεί τη διδακτορική της διατριβή στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών υπό την επίβλεψη του Ακτινοφυσικού, Αναπληρωτή Καθηγητή κ. Παναγιώτη Παπαγιάννη και συνεχίζει τη συνεργασία της με το Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο.