Τον κώδωνα του κινδύνου έκρουσε για μια ακόμη φορά ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), Ολύμπιος Παπαδημητρίου, στον υπουργό Υγείας, Ανδρέα Ξανθό, για την αδιέξοδη φαρμακευτική πολιτική που απ’ τη μια έχει εξαντλήσει την φοροδοτική ικανότητα των εταιρειών του Φαρμάκου, απ’ την άλλη υποχρεώνει τον πολίτη να πληρώνει όλο και περισσότερα από την τσέπη του.
Κατά την διάρκεια εκδήλωσης για το νέο έτος, ο κ. Παπαδημητρίου υπενθύμισε ότι αντί το υπουργείο Υγείας να λάβει μέτρα για τη συγκράτηση της φαρμακευτικής δαπάνης το 2018 αναλώθηκε στην ανακατανομή του clawback και την αύξηση του rebate. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον ΣΦΕΕ οι υποχρεωτικές επιστροφές και εκπτώσεις να ξεπεράσουν για το 2018 το 1,4 δισ. ευρώ (έναντι 1,2 δισ. ευρώ το 2017). Αξίζει να σημειωθεί ότι, μόνο για τα Φάρμακα Υψηλού Κόστους (ΦΥΚ) που διακινούνται μέσω ΕΟΠΥΥ, για το α’ εξάμηνο του 2018 με δαπάνη 27.9 εκατ. ευρώ η υπέρβαση έφτασε τα 50 εκατ. ευρώ. Οι εταιρείες λοιπόν καλούνται να καταβάλλουν επιστροφή που αγγίζει το 70%.
«Η συνεισφορά μας στη συνολική δαπάνη είναι πάνω από 35% ή αλλιώς τέσσερις φορές πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο! Οι υπερβολικές χρεώσεις σε συνδυασμό με τα οριζόντια μέτρα, έχουν εξαντλήσει τις δυνατότητες των εταιριών, δεν υπάρχει άλλη αντοχή! Σας διαβεβαιώνω ότι πολλές εταιρίες -διεθνείς και ελληνικές- δεν θα μπορούν να πληρώσουν τις υπέρογκες επιβαρύνσεις», είπε ο κ. Παπαδημητρίου απευθυνόμενος στον υπουργό Υγείας που παραβρέθηκε στην εκδήλωση.
Οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν κατ’ επανάληψη τονίσει ότι δια του clawback και rebate το όφελος για το κράτος είναι προσωρινό και λογιστικό, ενώ ουσιαστικά εκμηδενίζονται οι αναπτυξιακές προοπτικές, οι νέες επενδύσεις και το άνοιγμα νέων θέσεων εργασίας. Και επιχειρώντας μια πρόβλεψη για το 2019, ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ το χαρακτήρισε ως «έτος που θα δοκιμάσει σκληρά τις επιχειρήσεις μας, την καινοτομία, τους ίδιους τους ασθενείς, με επιπτώσεις πλέον αναπόφευκτες και οδυνηρές για τη Δημόσια Υγεία». Έσπευσε δε να σημειώσει ότι, παρόλο που η Πολιτεία θα προσθέσει 45 εκατ. ευρώ στη νοσοκομειακή δαπάνη φέτος, τα χρήματα αυτά δεν αρκούν ούτε κατ’ ελάχιστο (η δημόσια δαπάνη για την υγεία ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι στο 5% ενώ ο ευρωπαϊκό μέσος όρος είναι 7%) όταν λαμβάνονται αποφάσεις που αυξάνουν τη δαπάνη ή αγνοούνται προτάσεις που θα την μείωναν.
«Το 2019 πρέπει να είναι η χρονιά που θα γίνουν αφενός κινήσεις για τον εξορθολογισμό της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, αφετέρου θα υλοποιηθούν ουσιαστικά διαρθρωτικά μέτρα που θα ελέγξουν τη ζήτηση. Ίσως μάλιστα ο πιο πρακτικός τρόπος για να συμβούν αυτά είναι να εισαχθεί η έννοια της συνυπευθυνότητας στην υπέρβαση της δαπάνης. Έτσι θα πάψει να διαφαίνεται προβληματική η πρόσβαση των ασθενών στα φάρμακά τους, και πολύ περισσότερο στα μελλοντικά φάρμακα, ενώ οι εταιρίες μας θα εξέλθουν από την τροχιά αποεπένδυσης στην οποία βρίσκονται», υπογράμμισε ο κ. Παπαδημητρίου.
Σαν σε παράλληλο σύμπαν, ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός, λαμβάνοντας τον λόγο παρουσίασε μια εντελώς διαφορετική εικόνα για την φαρμακευτική πολιτική λέγοντας ότι «στο νέο μεταμνημονιακό περιβάλλον, διορθώνουμε στρεβλώσεις που δημιουργήθηκαν λόγω των οριζόντιων μέτρων, συγκροτούμε ένα πιο σταθερό, προβλέψιμο και βιώσιμο πλαίσιο στον χώρο του φαρμάκου και θωρακίζουμε το σύστημα».
Αναφερόμενος στο clawback και το rebate παραδέχθηκε ότι «υπάρχει ανάγκη επιτάχυνσης εφαρμογής των διαρθρωτικών μέτρων για τον εξορθολογισμό της ζήτησης και τον έλεγχο της δαπάνης και σταδιακή ενίσχυση των κλειστών προϋπολογισμών», ενώ επανέλαβε την σημασία της διαφάνεια στην τιμολόγηση των φαρμάκων, της Αξιολόγησης Τεχνολογίας Υγείας (ΗΤΑ) και διαπραγμάτευσης, των σύγχρονων θεραπευτικών και διαγνωστικών πρωτοκόλλων, των Μητρώων Ασθενών, της δημοσιοποίησης δεδομένων για τα ιατρικά συνέδρια και της κανονικότητας στις πληρωμές.
Τέλος, υποστήριξε ότι «κρίσιμη προτεραιότητα είναι η σταδιακή μείωση της οικονομικής επιβάρυνσης των πολιτών με τελικό στόχο την εγγυημένη πρόσβασή τους σε κάθε ιατρικά τεκμηριωμένη θεραπεία με το μικρότερο δυνατό κόστος».