Μία νέα θεραπεία, σε δύο μορφές, για την αντιμετώπιση της HIV-1 λοίμωξης είναι πλέον διαθέσιμη στους ασθενείς στην Ευρώπη.
Πρόκειται για το doravirine, έναν νέο μη νουκλεοσιδικό αναστολέα της ανάστροφης μεταγραφάσης (NNRTI) ο οποίος μπορεί χορηγηθεί σε συνδυασμό με άλλα αντιρετροϊκά φάρμακα, καθώς και τον συνδυασμό του με λαμιβουδίνη (3TC, 300 mg) και φουμαρική δισοπροξίλη της τενοφοβίρης (TDF, 300 mg; ισοδύναμο με 245 mg της δισοπροξίλης της τενοφοβίρης), σε δισκίο χορηγούμενο άπαξ ημερησίως.
Συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε το doravirine σε συνδυασμό με άλλα αντιρετροϊικά προϊόντα, για τη θεραπεία σε ενήλικες με λοίμωξη από τον ιό HIV-1 χωρίς προηγούμενη ή υπάρχουσα ένδειξη αντοχής στην κατηγορία των NNRTI, ενώ ο συνδυασμός του με λαμιβουδίνη (3TC, 300 mg) και την φουμαρική δισοπροξίλη της τενοφοβίρης ενδείκνυται για την θεραπεία σε ενήλικες με λοίμωξη από τον ιό HIV-1 χωρίς προηγούμενη ή υπάρχουσα ένδειξη αντοχής στην κατηγορία των NNRTI, στην λαμιβουδίνη, ή στην τενοφοβίρη.
Τα συγκεκριμένα φάρμακα προσφέρουν αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα και ανώτερο λιπιδαιμικό προφίλ σε σύγκριση με δύο καθιερωμένες θεραπείες, ενώ φάνηκε ότι έχουν καλό προφίλ ασφάλειας όσον αφορά τις ανεπιθύμητες ενέργειες του κεντρικού νευρικού συστήματος (ανώμαλα όνειρα, αϋπνία, ζάλη, μεταβολή διάθεσης). Τέλος, είναι αποτέλεσμα της συνεχούς προσπάθειας για αναζήτηση θεραπευτικών σχημάτων προσαρμοσμένων στις ανάγκες των ατόμων που ζουν με τον ιό HIV.
Η έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιτρέπει την εμπορική διάθεση του doravirine και του συνδυασμού του με λαμιβουδίνη (3TC, 300 mg) και φουμαρική δισοπροξίλη της τενοφοβίρης σε όλα τα 28 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στην Ισλανδία, το Λιχτενστάιν, τη Νορβηγία και έρχεται σε συνέχεια της πρόσφατης θετικής γνωμοδότησης της Επιτροπής Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων. Παράλληλα, έχουν ήδη εγκριθεί από τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων καθώς και από το υπουργείο Υγείας του Καναδά.
Η έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή βασίστηκε στα αποτελέσματα δύο βασικών, τυχαιοποιημένων, πολυκεντρικών, διπλά τυφλών, ενεργά ελεγχόμενων μελετών Φάσης ΙΙΙ, της DRIVE-AHEAD και της DRIVE-FORWARD, οι οποίες αξιολόγησαν την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια του συνδυασμού doravirine/lamivudine/tenofovir disoproxil fumarate και του doravirine αντίστοιχα, σε δοκιμαζόμενους με τον ιό HIV-1 χωρίς προηγούμενο ιστορικό αντιρετροϊκής θεραπείας. Και στις δύο μελέτες, το 25,4% των δοκιμαζομένων προερχόταν από την Ευρώπη (379/1494).
Στην κλινική μελέτη DRIVE-AHEAD, o συνδυασμός doravirine/lamivudine/tenofovir disoproxil fumarate πέτυχε το πρωταρχικό καταληκτικό σημείο επιδεικνύοντας παρόμοια αποτελεσματικότητα σε σύγκριση με τον συνδυασμό efavirenz (EFV)/emtricitabine (FTC)/tenofovir disoproxil fumarate (TDF) στις 48 εβδομάδες (84% στην ομάδα του συνδυασμού doravirine/lamivudine/tenofovir disoproxil fumarate πέτυχε ιϊκή καταστολή του HIV -1 RNA <40 αντίγραφα/mL έναντι 80% στην ομάδα EFV/FTC/TD - διαφορά θεραπείας: 4,1%, 95%, διάστημα εμπιστοσύνης: -1,5, 9,7). Τα δεδομένα της 96ης Εβδομάδας υποστηρίζουν τα ευρήματα της 48ης Εβδομάδας, επιδεικνύοντας παρόμοια αποτελεσματικότητα για το συνδυασμό doravirine/lamivudine/tenofovir disoproxil fumarate σε σύγκριση με το EFV/FTC/TDF (76% στην ομάδα του συνδυασμού doravirine/lamivudine/tenofovir disoproxil fumarate πέτυχε ιϊκή καταστολή του HIV-1 RNA <40 αντίγραφα/mL έναντι 73% στην ομάδα EFV/FTC/TDF - διαφορά θεραπείας: 3,3%, 95% διάστημα εμπιστοσύνης: -3,1, 9,6). Ο ρυθμός διακοπής της θεραπείας λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν χαμηλότερος στην ομάδα του συνδυασμού doravirine/lamivudine/tenofovir disoproxil fumarate σε σύγκριση με την ομάδα EFV/FTC/TDF (3% και 6,6% αντίστοιχα). Οι ανεπιθύμητες ενέργειες όλων των βαθμών που εμφανίστηκαν στο ≥5% των ασθενών στην ομάδα του συνδυασμού doravirine/lamivudine/tenofovir disoproxil fumarate περιελάμβαναν ναυτία (6%) και κεφαλαλγία (5%). Στην κλινική μελέτη DRIVE-FORWARD, το doravirine πέτυχε το πρωταρχικό καταληκτικό σημείο του, εμφανίζοντας παρόμοια αποτελεσματικότητα σε σχέση με το darunavir + ritonavir (DRV+r), το καθένα σε συνδυασμό με FTC/TDF ή abacavir (ABC)/3TC στις 48 εβδομάδες (83% στην ομάδα doravirineπέτυχε ιϊκή καταστολή του HIV-1 RNA <40 αντίγραφα/mL έναντι 79% στην ομάδα DRV+r - διαφορά θεραπείας: 4,2%, 95% διάστημα εμπιστοσύνης: -1,4, 9,7). Τα δεδομένα της 96ης Εβδομάδας υποστηρίζουν τα ευρήματα της 48ης Εβδομάδας, παρουσιάζοντας παρόμοια αποτελεσματικότητα για το doravirine σε σύγκριση με το DRV+r (72% στην ομάδα doravirine πέτυχε ιϊκή καταστολή του HIV-1 RNA <40 αντίγραφα/mL έναντι 64% στην ομάδα DRV+r - διαφορά θεραπείας: 7,6%, 95% διάστημα εμπιστοσύνης: 1,0, 14,2). Οι ανεπιθύμητες ενέργειες όλων των βαθμών που εμφανίστηκαν στο ≥5% των ασθενών στην ομάδα doravirine περιελάμβαναν ναυτία (6%) και κεφαλαλγία (5%).