Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χορήγησε πλήρη άδεια κυκλοφορίας για το azacitidine σε δισκία ως θεραπεία συντήρησης σε ενηλίκους ασθενείς με οξεία μυελογενή λευχαιμία (ΟΜΛ), οι οποίοι πέτυχαν πλήρη ύφεση (CR) ή πλήρη ύφεση με ατελή αιματολογική ανάκαμψη (CRi) ύστερα από θεραπεία εφόδου σε συνδυασμό με ή χωρίς αγωγή σταθεροποίησης.
Οι ασθενείς αυτοί δεν είναι υποψήφιοι για μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων (HSCT) ή επιλέγουν να μην προχωρήσουν σε μεταμόσχευση.
Το azacitidine σε δισκία, η πρώτη αρχική θεραπεία συντήρησης που εγκρίθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση για ασθενείς με διαφορετικούς υποτύπους οξείας μυελογενούς λευχαιμίας, είναι ένας υπομεθυλιωτικός παράγοντας, χορηγούμενος από του στόματος άπαξ ημερησίως, ο οποίος ενσωματώνεται στο DNA και το RNA. Ο βασικός μηχανισμός δράσης θεωρείται ότι είναι η υπομεθυλίωση του DNA, καθώς και η άμεση κυτταροτοξικότητα έναντι μη φυσιολογικών αιμοποιητικών κυττάρων του μυελού των οστών. Η υπομεθυλίωση μπορεί να αποκαταστήσει τη φυσιολογική λειτουργία γονιδίων που είναι κρίσιμης σημασίας για τη διαφοροποίηση και τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων.
Το azacitidine έχει εγκριθεί στις ΗΠΑ για τη συνέχιση της θεραπείας ενηλίκων ασθενών με οξεία μυελογενή λευχαιμία που πέτυχαν πρώτη πλήρη ύφεση (CR) ή πλήρη ύφεση με ατελή αιματολογική ανάκαμψη (CRi) ύστερα από εντατική χημειοθεραπεία εφόδου και οι οποίοι δεν είναι σε θέση να ολοκληρώσουν εντατική θεραπεία με στόχο την ίαση. Επίσης, το azacitidine είναι εγκεκριμένο στον Καναδά ως θεραπεία συντήρησης για ενήλικους ασθενείς με οξεία μυελογενή λευχαιμία (ΟΜΛ) που πέτυχαν πλήρη ύφεση (CR) ή πλήρη ύφεση πλήρη ύφεση με ατελή αιματολογική ανάκαμψη (CRi) ύστερα από θεραπεία εφόδου σε συνδυασμό με ή χωρίς αγωγή σταθεροποίησης και οι οποίοι δεν είναι κατάλληλοι για μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων (HSCT).
Η οξεία μυελογενής λευχαιμία (ΟΜΛ) αποτελεί μία από τις πιο συχνές μορφές οξείας λευχαιμίας σε ενήλικες. Η συχνότητα της νόσου υπολογίζεται σε περισσότερες από 350.000 περιπτώσεις παγκοσμίως, ενώ το εκτιμώμενο ποσοστό πενταετούς επιβίωσης για την ΟΜΛ στην Ευρώπη αγγίζει το 17%. Η ΟΜΛ χαρακτηρίζεται από τον ταχύ πολλαπλασιασμό μη φυσιολογικών κυττάρων στον μυελό των οστών, οδηγώντας σε μη φυσιολογική παραγωγή και λειτουργία των κυττάρων του αίματος. Λόγω της μειωμένης παραγωγής ερυθρών αιμοσφαιρίων, αιμοπεταλίων και λευκών αιμοσφαιρίων, οι ασθενείς μπορεί να εμφανίζουν αναιμία, αιμορραγίες και λοιμώξεις. Η ΟΜΛ είναι μία ετερογενής νόσος που συνδέεται με ποικίλες γενετικές μεταλλάξεις και, εάν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να παρουσιάσει ταχεία εξέλιξη και να οδηγήσει τον ασθενή στον θάνατο.
Η ανταπόκριση των ασθενών στη θεραπεία μπορεί να είναι μικρής διάρκειας. Αυτό σημαίνει ότι μετά την αρχική ανταπόκριση στη χημειοθεραπεία, περίπου οι μισοί εμφανίζουν υποτροπή εντός ενός έτους, αναδεικνύοντας τη σημαντική ακάλυπτη ανάγκη για θεραπείες συντήρησης που παρατείνουν τη συνολική επιβίωση.
«Η ανάγκη για επιλογές θεραπείας συντήρησης για την οξεία μυελογενή λευχαιμία παραμένει ακάλυπτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εάν λάβουμε υπόψη ότι η ανταπόκριση στη θεραπεία εφόδου ενδέχεται να είναι μικρής διάρκειας και ο κίνδυνος υποτροπής είναι υψηλός, ιδιαίτερα για ασθενείς που δεν κρίνονται κατάλληλοι για μεταμόσχευση αρχέγονων κυττάρων. Η έγκριση του azacitidine σε δισκία από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να προσφέρει κλινικό όφελος και να αλλάξει το θεραπευτικό παράδειγμα για ασθενείς με διαφορετικούς υποτύπους της νόσου», δήλωσε ο Andrew Wei, MBBS, Ph.D., κύριος ερευνητής της μελέτης QUAZAR® AML-001 στο Νοσοκομείο Alfred και το Πανεπιστήμιο Monash στη Μελβούρνη της Αυστραλίας.
Η έγκριση του azacitidine σε δισκία από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή βασίστηκε σε αποτελέσματα από τη μελέτη QUAZAR® AML-001, μία διεθνή, τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή μελέτη Φάσης 3. Οι ασθενείς που κρίθηκαν κατάλληλοι ήταν ηλικίας 55 ή άνω, είχαν πρόσφατα διαγνωσθεί με ΟΜΛ, παρουσίαζαν ευρήματα κυτταρογενετικής ανάλυσης ενδιάμεσου ή υψηλού κινδύνου, είχαν πετύχει πρώτη πλήρη ύφεση (CR) ή πλήρη ύφεση με ατελή αιματολογική ανάκαμψη (CRi) ύστερα από εντατική χημειοθεραπεία εφόδου σε συνδυασμό με ή χωρίς αγωγή σταθεροποίησης (της επιλογής του ερευνητή πριν από την ένταξη στη μελέτη) εντός τεσσάρων μηνών (+/- 7 ημέρες) πριν την τυχαιοποίηση και δεν ήταν υποψήφιοι για μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων (HSCT) κατά τη διαλογή. Στη μελέτη εντάχθηκαν 472 ασθενείς, οι οποίοι κατανεμήθηκαν τυχαία (τυχαιοποιήθηκαν 1:1) ώστε να λάβουν είτε azacitidine 300 mg (N=238) είτε εικονικό φάρμακο (N=234), από του στόματος άπαξ ημερησίως, για 14 ημέρες κατά τη διάρκεια ενός κύκλου θεραπείας 28 ημερών, σε συνδυασμό με βέλτιστη υποστηρικτική αγωγή. Επίσης, αποτελέσματα από τη μελέτη δημοσιεύθηκαν στο ιατρικό περιοδικό New England Journal of Medicine τον Δεκέμβριο του 2020.
Στο σκέλος θεραπείας με azacitidine, η διάμεση συνολική επιβίωση (OS), που ήταν και το πρωτεύον καταληκτικό σημείο της μελέτης, ξεπέρασε τα δύο χρόνια από τη χρονική στιγμή της τυχαιοποίησης (24,7 μήνες· 95% Διάστημα Εμπιστοσύνης [CI]: 18,7 έως 30,5) σε σύγκριση με 14,8 μήνες για το εικονικό φάρμακο (Λόγος Κινδύνου [HR]: 0,69, 95% CI: 0,55 έως 0,86· p=0,0009). Η διάμεση διάρκεια θεραπείας ήταν 12 κύκλοι (1 έως 82) για το azacitidine και 6 κύκλοι για το εικονικό φάρμακο (1 έως 76). Επιπλέον, η διάμεση επιβίωση χωρίς υποτροπή ήταν σημαντικά μεγαλύτερη με το azacitidine σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο (10,2 μήνες και 4,8 μήνες, αντίστοιχα· p<0,001). Η συνολική ποιότητα ζωής των ασθενών διατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της θεραπείας με azacitidine.
Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες και στα δύο σκέλη θεραπείας ήταν Βαθμού 1 ή 2 και αφορούσαν στο γαστρεντερικό σύστημα. Συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες Βαθμού 3 ή 4 ήταν η ουδετεροπενία (στο 41% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με azacitidine και στο 24% των ασθενών που έλαβαν εικονικό φάρμακο) και η θρομβοπενία (22% και 21%, αντίστοιχα).