*Γράφουν οι Παναγιώτα Καρλατήρα, Μαίρη Μπιμπή

Σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι βρίσκεται η χώρα ως προς τη θωράκισή της έναντι του κορωνοϊού. Με περισσότερους από 2,8 εκατομμύρια πολίτες πλήρως εμβολιασμένους να αποτελούν στέρεη βάση για την οικοδόμηση του τείχους ανοσίας και με τη ζήτηση για ραντεβού να αυξάνεται διαρκώς, πολιτεία και επιστήμονες εστιάζουν πλέον σε τρεις παράγοντες, που αν δεν ρυθμιστούν, μπορούν να πυροδοτήσουν ένα νέο σφοδρό επιδημικό κύμα.

Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού για συγκεκριμένες επαγγελματικές κατηγορίες, η παροχή «διευκολύνσεων» στους εμβολιασμένους και η δυνατότητα για θωράκιση των παιδιών ηλικίας 12-15 χρόνων, έχουν τεθεί επί τάπητος με χρονικό ορίζοντα για τις όποιες αποφάσεις το τέλος του καλοκαιριού.

Για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των εργαζόμενων στο σύστημα υγείας και στις Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων – θέμα που άνοιξε άτυπα τον περασμένο Ιανουάριο μετά το ισχυρό κύμα επιφύλαξης του υγειονομικού προσωπικού έναντι του εμβολιασμού και μπήκε στην ατζέντα της κυβέρνησης επίσημα πριν από περίπου δύο μήνες- αναμένεται σχετική γνωμοδότηση της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής.

«Είναι ξεκάθαρο ότι η ελληνική Πολιτεία έδωσε περισσότερη έμφαση στο να πρυτανεύσει η λογική και όλοι να εκμεταλλευτούμε τη δυνατότητα του δωρεάν εμβολιασμού έναντι του κορωνοϊού. Και είναι μια τακτική που με βρίσκει απολύτως σύμφωνο», λέει στο ΘΕΜΑ ο ομότιμος καθηγητής Παιδιατρικής της Ιατρικής Σχολής Αθηνών και μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, κ. Γεώργιος Χρούσος.

Η Πνευμονολόγος-Φυματιολόγος στο νοσοκομείο «Σωτηρία», πρόεδρος του ΔΣ της Ένωσης Πνευμονολόγων Ελλάδος, κυρία Μάτα Τσικρικά θεωρεί ότι η τακτική της πειθούς θα πρέπει να συνεχιστεί. «Η υποχρεωτικότητα δεν λειτουργεί για κανέναν επαγγελματικό κλάδο. Το στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί είναι να πεισθούν οι πολίτες να επιλέξουν τον εμβολιασμό, δηλαδή να επιλέξουν να προστατευθούν. Δεν εξυπηρετούν τη δεδομένη χρονική περίοδο η πόλωση και οι αντιπαλότητες», εξηγεί και αναφέρει το παράδειγμα των μεταλλάξεων: «Αν υποτεθεί ότι εμφανιστεί μια μετάλλαξη που δεν καλύπτεται από τα υπάρχοντα εμβόλια, τι θα κάνει η Πολιτεία; Θα χρειάζεται κάθε φορά να μας υποχρεώνει σε εμβολιασμό; Θα πρέπει ο καθένας να αξιολογήσει το ρίσκο και το όφελος».

emvolio

Η κυρία Τσικρικά, επί 15 μήνες στην «πρώτη γραμμή» της επιδημίας έχοντας φροντίσει εκατοντάδες ασθενείς με λοίμωξη Covid-19, λέει το αυτονόητο, πως «κανένας δεν θέλει να μείνει απροστάτευτος. Όταν αντιμετωπίζουμε κάποιο πρόβλημα υγείας, προστρέχουμε στον γιατρό. Φανταστείτε κάποιον που έχει επίπεδα σακχάρου 600. Θα «σκότωνε» για μια ένεση ινσουλίνης. Το ίδιο ισχύει και στην Covid-19. Αλλά πριν μιλήσουμε για θεραπεία ας θυμόμαστε ότι υπάρχει εμβόλιο και μάλιστα διαθέσιμο για όλους».

Η πρόεδρος της Ένωσης Πνευμονολόγων Ελλάδας πιστεύει ακράδαντα στη δύναμη της πειθούς για τα οφέλη του εμβολίου. «Πρέπει να αφουγκραστούμε τους ανθρώπους που δεν έχουν πειστεί για τα οφέλη του εμβολιασμού και να αναρωτηθούμε γιατί δεν έχουν πειστεί ακόμη. Πρέπει να εστιάσουμε σε αυτούς. Μόνο μέσω της επιστήμης και της γνώσης μπορεί να ενισχυθεί το τείχος ανοσίας. Δεν επιδέχεται αμφισβήτησης το γεγονός ότι στις ΜΕΘ το 99% των διασωληνωμένων είναι ανεμβολίαστοι» τονίζει.

Το προνόμιο της υγείας

Την ίδια στιγμή, επιστήμονες και κυβερνητικά στελέχη συζητούν εκ παραλλήλου για τα «ιδανικά» κίνητρα, που θα ωθήσουν τους πολίτες σε μαζικό εμβολιασμό. Διά στόματος πρωθυπουργού έχει ξεκαθαριστεί πως «θα ξεκινήσει σύντομα η συζήτηση για την παροχή διευκολύνσεων στους εμβολιασμένους πολίτες. Επίσημη αφετηρία είναι η χρονική στιγμή κατά την οποία όλοι θα μπορούν να έχουν πρόσβαση στο εμβόλιο που επιθυμούν να κάνουν». Υπενθυμίζεται ότι απομένει μία ακόμη ηλικιακή ομάδα πολιτών, αυτή των 18-24 χρόνων, να αποκτήσει πρόσβαση σε όλα τα εμβόλια.

Για τους επιστήμονες το ουσιαστικό κίνητρο είναι ένα: «Πραγματικά προνομιούχος είναι ο εμβολιασμένος αυτή τη στιγμή. Κινείται με περισσότερη ελευθερία και άνεση, έστω κι αν φοράει μάσκα. Σε ότι αφορά στην παροχή θεσμοθετημένων προνομίων, προκειμένου να οικοδομήσουμε το τείχος ανοσίας εγκαίρως, σαφώς θα μπορούσε να γίνει το όχημα για να φτάσουμε στον στόχο μας, δηλαδή στο τείχος ανοσίας, ταχύτερα» επισημαίνει ο κ. Χρούσος. Μάλιστα, ο ίδιος θεωρεί πως η γενική σύσταση για τη χρήση μάσκας προς όλους τους πολίτες, εμβολιασμένους και μη, είναι μια ξεκάθαρη ενωτική κίνηση από την πλευρά της κυβέρνησης «ώστε να μην νιώθουν οι πολίτες ότι γίνεται διάκριση σε εμβολιασμένους και μη».

Στο ίδιο μήκος κύματος και η κυρία Τσικρικά τονίζει ότι «αυτή τη χρονική στιγμή το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η ελληνική κοινωνία είναι ο διχασμός. Να χωριστούμε σε προνομιούχους και μη, σε εμβολιασμένους και μη. Τον μόνο διαχωρισμό που δέχομαι είναι σε προστατευμένους και μη ανθρώπους». Και συμπληρώνει: «χρειάζεται να κοιτάζουμε πιο μακριά ώστε να είμαστε έτοιμοι να αναχαιτίσουμε το επόμενο επιδημικό κύμα, που όπως όλα δείχνουν, θα σηκωθεί και πάλι στο τέλος του φθινοπώρου και τον χειμώνα. Αν δεν έχει οικοδομηθεί το τείχος ανοσίας, το κύμα θα απειλήσει και πάλι την καθημερινότητά μας».

Κομβικός θα είναι ο ρόλος των ατόμων ηλικίας κάτω των 65 χρόνων στη διατήρηση του ελέγχου της επιδημίας. Όπως υπογραμμίζει ο κ. Χρούσος, «τα ανεμβολίαστα νεότερα άτομα μπορούν να πυροδοτήσουν ένα τέταρτο επιδημικό κύμα».

Το πλαίσιο εμβολιασμού των παιδιών

Η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών, διά της προέδρου, ομότιμης καθηγήτριας Παιδιατρικής, κυρίας Μαρίας Θεοδωρίδου, έχει κατ’ επανάληψη ξεκαθαρίσει ότι στην οικοδόμηση του τείχους ανοσίας τον δομικό ρόλο έχουν οι ενήλικοι. Ωστόσο, μελετώντας όλα τα νεότερα δεδομένα για την παιδιατρική χρήση των εμβολίων της covid-19 αναμένεται έως το τέλος του καλοκαιριού – και πριν από την έναρξη του σχολικού έτους- η Επιτροπή να έχει τοποθετηθεί επισήμως επί του θέματος. Υπενθυμίζεται ότι προς το παρόν εμβολιάζονται οι έφηβοι ηλικίας 16-18 ετών με σοβαρά υποκείμενα νοσήματα.

Ο κ. Χρούσος εκτιμά ότι «θα δοθεί η επιλογή του εμβολιασμού των παιδιών ηλικίας 12-15 ετών στους γονείς. Όμως η ηλικιακή αυτή ομάδα δεν κινδυνεύει να νοσήσει σοβαρά, οπότε πρέπει να ζυγιστεί ο κίνδυνος και το όφελος. Η κατάσταση είναι διαφορετική για τους εφήβους άνω των 16 ετών, όπου παρατηρείται όφελος από τον εμβολιασμό. Η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών ενδέχεται να προχωρήσει σε ισχυρή σύσταση για εμβολιασμό όλων των παιδιών 16-18 ετών, κατά το πρότυπο που ισχύει ήδη για τα άτομα 18 ετών και άνω».