Εν μέσω του δεύτερου κύματος της πανδημίας και με τα κρούσματα να αυξάνονται σε ημερήσια βάση κατά εκατοντάδες, οι διαγνωσθέντες με τη νόσο COVID-19 διαμορφώνουν πλέον μία μεγάλη ομάδα στο σύνολο του γενικού πληθυσμού που θα πρέπει να υποστηριχθεί ψυχικά μέσω οργανωμένης, συστηματικής και επιστημονικής παρέμβασης εκ μέρους της Πολιτείας.
Υποστήριξη που έγκειται στη διαχείριση ενός ιδιαίτερα ψυχοπιεστικού γεγονότος -έναν έντονο φόβο τουλάχιστον 15 ημερών για το πώς θα εξελιχθεί η υγεία του διαγνωσθέντα με τον ιό SARS-CoV-2, ιδίως εάν συνυπάρχει υποκείμενο νόσημα, και για την πιθανότητα να έχει εκθέσει το περιβάλλον του και αγαπημένα πρόσωπα στον ιό, συνεπώς σε κίνδυνο για την υγεία, ακόμη και τη ζωή τους.
Σε συνέντευξή του στο ygeiamou.gr, ο κ. Βασίλειος – Παντελεήμων Μποζίκας, Καθηγητής Ψυχιατρικής, διευθυντής της Β’ Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μιλά για τον αντίκτυπο της πανδημίας στην Ψυχική Υγεία -από τις ημέρες της καραντίνας έως σήμερα, αλλά και εν όψει του χειμώνα- και υπογραμμίζει την ανάγκη υποστήριξης της «ομάδας των κρουσμάτων» μέσω υπηρεσίας με εξειδικευμένο προσωπικό στην οποία θα μπορούν να απευθυνθούν.
«Τα πρώτα δεδομένα που διαθέτουμε καταδεικνύουν πως το χρονικό διάστημα προς το τέλος της καραντίνας και τους επόμενους δύο μήνες, όταν είχε επέλθει και η σταδιακή χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων, υπήρξε ιδιαίτερη συναισθηματική επιβάρυνση των Ελλήνων», επισημαίνει ο κ. Μποζίκας, ο οποίος και προΐσταται του ελληνικού σκέλους εν εξελίξει, μεγάλης κλίμακας, διεθνούς μελέτης ως προς τις επιπτώσεις της πανδημίας στο πεδίο της Ψυχικής Υγείας.
Υπό τον κ. Μποζίκα πραγματοποιείται το ελληνικό σκέλος της Παγκόσμιας Μελέτης Υγείας και Λειτουργικότητας σε Περιόδους Μεταδοτικών Λοιμώξεων (Μελέτη COH-FIT), μια διεθνής έρευνα για το γενικό πληθυσμό όλων των χωρών που πλήττονται από την πανδημία της νόσου COVID-19.
Τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα έχουν αποτυπώσει άμεσες αρνητικές ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις -στρες, θυμός και μοναξιά- του πρώτου κύματος της πανδημίας στους Έλληνες, αλλά την ίδια στιγμή και έμπρακτη αλληλεγγύη και θετικές επιλογές διαχείρισης μίας πρωτόγνωρης για τα σύγχρονα δεδομένα κατάστασης.
«Στη μελέτη, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, προστίθενται διαρκώς συμμετοχές και επίκειται η επιστημονική επεξεργασία των νέων δεδομένων για το δεύτερο σκέλος της, ώστε να γίνει και σύγκριση με την αρχική φάση της πανδημίας», σύμφωνα με τον κ. Μποζίκα.
Κατά συνέπεια, και δεδομένου ότι τότε βρισκόμασταν και στην αρχή του δεύτερου κύματος της πανδημίας, ο ίδιος κάνει λόγο για μία ακόμη πιο πιεστική κατάσταση μπροστά μας, καθώς πιθανότατα θα προστεθούν και οι οικονομικές δυσκολίες ως απόρροια του καλοκαιριού, της τουριστικής περιόδου, και ούτω καθεξής. «Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι θα έχουμε κατά βάση μία δύσκολη συναισθηματική κατάσταση, την οποία καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε» επισημαίνει.
Οι αρνητικές επιπτώσεις του σύγχρονου τρόπου ζωής στην ψυχική υγεία έχουν ήδη αποτυπωθεί εδώ και δεκαετίες. «Τώρα, που προστίθεται και η κατάσταση της πανδημίας, είναι δεδομένο ότι θα έχουμε μία αύξηση, σε τι βαθμό δεν είναι κάτι που μπορούμε να προβλέψουμε· εμείς αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να προλάβουμε, να κάνουμε το καλύτερο δυνατόν για να μην αυξηθεί ιδιαίτερα αυτό το ποσοστό» σημειώνει ο κ. Μποζίκας.
Η «ομάδα των κρουσμάτων»
Υπό αυτό το πρίσμα ο Καθηγητής Ψυχιατρικής του ΑΠΘ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στους διαγνωσθέντες με κορωνοϊό.
«Έχουμε τον γενικό πληθυσμό, τους ανθρώπους που δεν έχουν νοσήσει, δεν έχουν διαγνωστεί, και οι οποίοι δέχονται αυτή τη γενικότερη πίεση, αλλά σιγά-σιγά καθώς αυξάνονται τα κρούσματα αρχίζει να διαμορφώνεται και μία ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι έχουν εκτεθεί ακόμη περισσότερο σε ένα ψυχοπιεστικό γεγονός που είναι ο κίνδυνος να νοσήσουν σοβαρά, ο αποκλεισμός, ο μεγαλύτερος περιορισμός των δραστηριοτήτων τους, η πιθανότητα να έχουν εκτεθεί αγαπημένα τους πρόσωπα και με δική τους ευθύνη στη νόσο. Είναι η ομάδα των κρουσμάτων που δέχεται πολύ μεγαλύτερη ψυχολογική επιβάρυνση», διασαφηνίζει.
Στην πρώτη φάση της πανδημίας, ακριβώς επειδή δεν ήταν τόσα πολλά τα κρούσματα, είχε σε κάποιο βαθμό παραμεριστεί αυτή η διάσταση, όμως πλέον καθώς προστίθενται καθημερινά εκατοντάδες θετικά κρούσματα η ομάδα αυτή μεγαλώνει όλο και περισσότερο και χρειάζεται, σύμφωνα με τον κ. Μποζίκα, άμεσα μέριμνα για την υποστήριξή της και πόσω μάλλον ατόμων που ανήκουν οι ίδιοι σε ευπαθείς ομάδες ή έχουν στο περιβάλλον τους άτομα ευάλωτα στη νόσο.
«Είναι τελείως διαφορετικό να κινδυνεύουμε να εκτεθούμε, και είναι άλλο να έχεις ήδη εκτεθεί και να υπάρχει η απειλή για κάτι σοβαρό. Αυτοί οι άνθρωποι χρειάζονται προφανώς μία κάποιου άλλου είδους στήριξη. Για το γενικό πληθυσμό υπάρχει ένας τηλεφωνικός αριθμός, τον οποίο μπορώ να καλέσω και να πω τις αγωνίες μου, γι’ αυτούς τους ανθρώπους, που είναι κρούσματα πια και οι οποίοι θέλουν μία ειδική διαχείριση, δεν μπορεί να υπάρχει ένας αριθμός, πρέπει να υπάρχει μία υπηρεσία να τους βοηθήσει», σημειώνει ο κ. Μποζίκας.
Πως να διαχειριστούμε τον φόβο
«Πρόκειται για «έναν έντονο φόβο διάρκειας τουλάχιστον 15 ημερών, έναν φόβο που ‘μοιράζεται’ και με άλλους ανθρώπους γιατί δεν ζούμε μόνοι μας, έχουμε συναδέλφους, έχουμε συγγενείς, έχουμε έλθει σε επαφή μαζί τους», εξηγεί.
Πώς μπορούμε, όμως, να διαχειριστούμε αυτό το φόβο; Το άγχος και την αγωνία που μπορεί να πυροδοτήσει ένα θετικό τεστ για το πώς θα εξελιχθεί η πορεία της υγείας μας και εάν και πόσο θα επηρεαστούν οι άνθρωποι δίπλα μας.
Ο κ. Μποζίκας επισημαίνει επ’ αυτού πως τα επιστημονικά δεδομένα καταδεικνύουν πως οι περισσότεροι άνθρωποι που διαγιγνώσκονται με τη νόσο COVID-19 θα νοσήσουν ήπια.
Όμως, σημειώνει πως για τους πάσχοντες από υποκείμενο νόσημα η διαχείριση του φόβου είναι πολύ πιο δύσκολη. «Αυτοί οι φόβοι είναι λίγο έως πολύ ασυνείδητοι φόβοι, δηλαδή ό,τι και να πούμε εμείς στον εαυτό μας με τη λογική, είναι σαν το φόβο του σκοταδιού. Ο,τι και να πεις εκείνη τη στιγμή στο σκοτάδι που ακούς κάποιον θόρυβο, αυτόματα φοβάσαι. Εδώ χρειάζονται υπηρεσίες, παρέμβαση πλέον πιο συστηματική και πιο επιστημονική. Από ανθρώπους που είναι το πεδίο τους. Να ξέρουμε ότι μπορούμε και έχουμε που να απευθυνθούμε» τονίζει.
«Πρόκειται και για ευθύνη της Πολιτείας», σημειώνει ο κ Μποζίκας, αποσαφηνίζοντας πως αυτό δεν σημαίνει πως δεν χρειάζονται παρεμβάσεις και για το γενικό πληθυσμό, «όμως μιλάμε γι’ αυτό το κομμάτι που το βλέπουμε όλο και περισσότερο μπροστά μας».
Και συμπληρώνει πως «οι δυτικές κοινωνίες είναι και γηρασμένες κοινωνίες, δηλαδή άτομα άνω των 65 ετών αποτελούν μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Και αυτό που μας έχει δείξει η έρευνα έως τώρα είναι ότι τα ηλικιωμένα άτομα, δηλαδή συμβατικά άνω των 65 ετών, είναι από τις πιο εκτεθειμένες ομάδες», αναφέρει.
«Στον πόλεμο φοράς κράνος»
Ενώπιον της πανδημίας ο κ. Μποζίκας υπογραμμίζει ότι σε προσωπικό επίπεδο προέχει η διασφάλιση της σωματικής μας υγείας. Κατά συνέπεια πρέπει να ακολουθούμε αυστηρά όλα τα μέτρα για την προάσπιση της ατομικής και δημόσιας υγείας -μάσκα, κοινωνική αποστασιοποίηση, κανόνες υγιεινής. «Αυτό είναι δεδομένο. Αυτό δεν μπορεί να συζητηθεί. Μπορεί κάποια από αυτά να μας δυσκολεύουν, όμως στον πόλεμο φοράς κράνος. Δεν μπορεί κάποιος να σου πει επειδή με ενοχλεί το κράνος όταν θα πάω στον πόλεμο δεν θα φορώ τίποτα».
Η ψυχική υγεία προφανώς επηρεάζεται από τη σωματική μας υγεία και το πόσο ασφαλείς αισθανόμαστε. Υπάρχουν όμως υγιείς στρατηγικές για να ενισχύσουμε την ψυχική μας ανθεκτικότητα, και τις ακολούθησαν οι Έλληνες ήδη εν μέσω της καραντίνας, στις οποίες συγκαταλέγονται η άσκηση, η επαφή με τους συνανθρώπους μας πάντα με την τήρηση των μέτρων ή και μέσω Διαδικτύου, η εργασία, τα χόμπι και τα κατοικίδια -η αλληλεπίδραση με τα οποία, σημειώνει ο κ. Μποζίκας, αποτελεί τεράστια βοήθεια σε ψυχικό επίπεδο.
«Το αισιόδοξο στοιχείο είναι ότι η ανθρωπότητα έχει περάσει και από άλλες πανδημίες, και από άλλες δύσκολες καταστάσεις, πολέμους, καταστροφές, οι άνθρωποι καταφέρνουν και βρίσκουν τα ψυχικά αποθέματα για να επανακάμψουν. Παρόλα αυτά δεν μπορούμε οργανωμένες κοινωνίες στον 21ο αιώνα να αφήνουμε πλέον όλα αυτά τα ζητήματα στους μηχανισμούς επούλωσης που μπορεί να διαθέτει ο καθένας ή η κάθε ομάδα ανθρώπων. Πρέπει να παρέμβουμε οργανωμένα» σημειώνει.
Ως προς την τηλεργασία και τις αλλαγές που αυτή επιφέρει, ο κ. Μποζίκας εκτιμά ότι αυτή είναι μία μετάβαση που θα γινόταν σε κάποιο βαθμό λόγω και της εξέλιξης και της προόδου των νέων τεχνολογιών, αλλά η πανδημία επέφερε μία βίαιη προσαρμογή για ορισμένους εργαζομένους.
«Εάν υπάρξουν συνθήκες που απαιτήσουν να εφαρμοστεί σε μεγαλύτερο βαθμό, σίγουρα θα είναι δύσκολο και σίγουρα οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη σε οποιαδήποτε δραστηριότητά τους να αλληλεπιδρούν με τους συνανθρώπους τους και αυτό είναι πάντα θετικό· ακόμη και στην εργασία παράγει καινούριες ιδέες», αναφέρει.
«Αλλά εάν οι ανάγκες το επιβάλλουν θα πρέπει να υπάρξει προσαρμογή. Είναι μέσα στα θέματα που θα δούμε μπροστά μας και θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε» αναφέρει και συμπληρώνει πως η μοναξιά είναι πράγματι μία επίπτωση που έχει αποτυπωθεί μέχρι στιγμής, πόσω μάλλον όταν επιτείνεται και από την απουσία επαφής με συναδέλφους.