H Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε το luspatercept για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με εξαρτώμενη από μεταγγίσεις αναιμία λόγω μυελοδυσπλαστικών συνδρόμων (ΜΔΣ) με πολύ χαμηλό, χαμηλό και ενδιάμεσο κίνδυνο, με δακτυλιοειδείς σιδηροβλάστες, οι οποίοι είχαν μη ικανοποιητική απόκριση ή είναι ακατάλληλοι για θεραπεία που βασίζεται στην ερυθροποιητίνη και
ενηλίκων ασθενών με εξαρτώμενη από μεταγγίσεις αναιμία που σχετίζεται με τη β-θαλασσαιμία.
Το luspatercept αποτελεί τον πρώτο και μοναδικό εγκεκριμένο παράγοντα ωρίμανσης ερυθρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιπροσωπεύοντας μια νέα κατηγορία θεραπείας για τους επιλέξιμους ασθενείς που πληρούν τις προϋποθέσεις. Η συγκεκριμένη έγκριση βασίζεται σε δεδομένα από τις πιλοτικές μελέτες Φάσης 3 MEDALIST και BELIEVE, που αξιολόγησαν την ικανότητα του luspatercept να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά την αναιμία που σχετίζεται με ΜΔΣ και β-θαλασσαιμία, αντίστοιχα.
Η μελέτη MEDALIST είναι μία τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο, πολυκεντρική μελέτη Φάσης 3 που αξιολογεί την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του luspatercept σε συνδυασμό με βέλτιστη υποστηρικτική αγωγή (BSC) έναντι εικονικού φαρμάκου και βέλτιστης υποστηρικτικής αγωγής (BSC) σε ενήλικους ασθενείς με μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα (ΜΔΣ) πολύ χαμηλού, χαμηλού ή ενδιάμεσου κινδύνου κατά IPSS-R (Αναθεωρημένο Διεθνές Σύστημα Προγνωστικής Βαθμολόγησης) και χωρίς τη γενετική ανωμαλία απώλειας του μακρού σκέλους του χρωμοσώματος 5 (del 5q). Όλοι οι ασθενείς ήταν εξαρτώμενοι από μετάγγιση ερυθρών αιμοσφαιρίων (RBC) και εμφάνιζαν ανθεκτικότητα ή δυσανεξία σε προηγούμενη θεραπεία με παράγοντα διέγερσης της ερυθροποίησης (ESA) ή δεν είχαν λάβει προηγούμενη θεραπεία με παράγοντα διέγερσης της ερυθροποίησης (ESA) και δεν είχαν πιθανότητες να ανταποκριθούν λόγω επιπέδων ενδογενούς ερυθροποιητίνης στον ορό ≥ 200 U/L, ενώ επίσης δεν είχαν λάβει προηγούμενη θεραπεία με νοσοτροποποιητικούς παράγοντες.
Η μελέτη κατέδειξε στατιστικά σημαντική βελτίωση στο φορτίο μετάγγισης ερυθρών αιμοσφαιρίων με τη θεραπεία με luspatercept, το οποίο ήταν το κύριο καταληκτικό σημείο της μελέτης, με το 37,9% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με luspatercept να πετυχαίνει μη εξάρτηση από μεταγγίσεις ερυθρών αιμοσφαιρίων για τουλάχιστον οκτώ εβδομάδες κατά τη διάρκεια των πρώτων 24 εβδομάδων της μελέτης, σε σύγκριση με το 13,2% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με εικονικό φάρμακο. Επιπλέον, η μελέτη πέτυχε το δευτερεύον καταληκτικό σημείο της ανεξαρτησίας από μεταγγίσεις για τουλάχιστον 12 εβδομάδες στο διάστημα των πρώτων 24 και 48 εβδομάδων της μελέτης, το οποίο επιτεύχθηκε σε ένα σημαντικό υψηλότερο ποσοστό ασθενών που έλαβαν θεραπεία με luspatercept έναντι εικονικού φαρμάκου.
Η πλειονότητα των οφειλόμενων στη θεραπεία ανεπιθύμητων ενεργειών (TEAEs) ήταν Βαθμού 1-2. Αναφέρθηκαν οφειλόμενες στη θεραπεία ανεπιθύμητες ενέργειες Βαθμού 3 ή 4 στο 42,5% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με luspatercept και στο 44,7% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με εικονικό φάρμακο. Διακοπή λόγω εμφάνισης ανεπιθύμητης ενέργειας (Βαθμού 1-4) παρατηρήθηκε στο 4,5% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με luspatercept. Οι πιο συχνές (>10%) ανεπιθύμητες ενέργειες οποιουδήποτε βαθμού ήταν κόπωση, μυοσκελετικός πόνος, ζάλη, διάρροια, ναυτία, αντιδράσεις υπερευαισθησίας, υπέρταση, κεφαλαλγία, λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού, βρογχίτιδα και λοίμωξη του ουροποιητικού.
Τα αποτελέσματα της μελέτης MEDALIST παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στη διάρκεια της ολομέλειας του 60ού Ετήσιου Συνεδρίου της Αμερικανικής Αιματολογικής Εταιρείας (ASH Περίληψη #001) που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2018 και συμπεριλήφθηκαν στα σημαντικότερα επιτεύγματα του συνεδρίου (Best of ASH). Το ιατρικό περιοδικό New England Journal of Medicine δημοσίευσε τα αποτελέσματα της μελέτης MEDALIST τον Ιανουάριο του 2020.
Τα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα (ΜΔΣ) αποτελούν μια ομάδα αιματολογικών κακοηθειών που χαρακτηρίζονται από την αναποτελεσματική παραγωγή υγιών ερυθρών αιμοσφαιρίων, λευκών αιμοσφαιρίων και αιμοπεταλίων, που είναι δυνατό να οδηγήσουν σε αναιμία και συχνές ή σοβαρές λοιμώξεις και να εξελιχθούν σε οξεία μυελογενή λευχαιμία. Τα άτομα με ΜΔΣ που εμφανίζουν αναιμία συνήθως απαιτούν τακτικές μεταγγίσεις αίματος για την αύξηση του αριθμού των υγιών κυκλοφορούντων ερυθρών αιμοσφαιρίων. Οι τακτικές μεταγγίσεις σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο αντιδράσεων στη μετάγγιση, λοιμώξεων και υπερφόρτωσης σιδήρου. Υπάρχουν περίπου 50.000 ασθενείς με ΜΔΣ στις 5 μεγαλύτερες χώρες της ΕΕ (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία και Ηνωμένο Βασίλειο).
Η μελέτη BELIEVE είναι μια τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο πολυκεντρική μελέτη Φάσης 3 που συγκρίνει το luspatercept, σε συνδυασμό με βέλτιστη υποστηρικτική αγωγή (BSC) έναντι εικονικού φαρμάκου και βέλτιστης υποστηρικτικής αγωγής (BSC) σε ενήλικες που έχουν ανάγκη τακτικές μεταγγίσεις ερυθρών αιμοσφαιρίων λόγω β-θαλασσαιμίας (6-20 μονάδες ερυθρών αιμοσφαιρίων ανά 24 εβδομάδες, χωρίς το διάστημα κατά το οποίο δεν πραγματοποιείται μετάγγιση να υπερβαίνει τις 35 ημέρες).
Η μελέτη κατέδειξε στατιστικά σημαντική βελτίωση στο φορτίο μετάγγισης ερυθρών αιμοσφαιρίων (RBC) κατά τις εβδομάδες 13 έως 24 σε σύγκριση με διάστημα αναφοράς 12 εβδομάδων πριν από την τυχαιοποίηση (21,4% για το luspatercept έναντι 4,5% για το εικονικό φάρμακο), πετυχαίνοντας το κύριο καταληκτικό σημείο της μελέτης. Η μελέτη πέτυχε επίσης το δευτερεύον καταληκτικό σημείο της μείωσης κατά τουλάχιστον 33% στο φορτίο μετάγγισης (μείωση τουλάχιστον δύο μονάδων) κατά τις εβδομάδες 37 έως 48, το οποίο επιτεύχθηκε σε ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ασθενών που έλαβαν θεραπεία με luspatercept έναντι εικονικού φαρμάκου. Η μελέτη πέτυχε επίσης ένα διερευνητικό καταληκτικό σημείο, με το 70,5% των πασχόντων που έλαβαν θεραπεία με luspatercept να πετυχαίνει μείωση κατά τουλάχιστον 33% στο φορτίο μετάγγισης ερυθρών αιμοσφαιρίων τουλάχιστον δύο μονάδων για οποιοδήποτε διάστημα 12 συνεχόμενων εβδομάδων σε σύγκριση με διάστημα 12 εβδομάδων πριν από την έναρξη της θεραπείας, σε σύγκριση με το 29,5% των πασχόντων που έλαβαν θεραπεία με εικονικό φάρμακο.
Η πλειονότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών οφειλόμενων στη θεραπεία ήταν Βαθμού 1-2. Διακοπή λόγω εμφάνισης μιας ανεπιθύμητης ενέργειας (Βαθμού 1-4) παρατηρήθηκε στο 5,4% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με luspatercept. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες (>10%) ήταν κεφαλαλγία, οστικό άλγος, αρθραλγία, κόπωση, βήχας, κοιλιακό άλγος, διάρροια και ζάλη.
Τα αποτελέσματα της μελέτης BELIEVE παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο 60ό Ετήσιο Συνέδριο της Αμερικανικής Αιματολογικής Εταιρείας (ASH) το 2018 και συμπεριλήφθηκαν στα σημαντικότερα επιτεύγματα του συνεδρίου (Best of ASH). Το ιατρικό περιοδικό New England Journal of Medicine δημοσίευσε τα αποτελέσματα της μελέτης BELIEVE το Μάρτιο του 2020.
Η β-θαλασσαιμία είναι μία κληρονομική αιματολογική διαταραχή που οφείλεται σε μια γενετική ανωμαλία της αιμοσφαιρίνης. Η νόσος σχετίζεται με την αναποτελεσματική ερυθροποίηση, η οποία οδηγεί στην παραγωγή μειωμένων και λιγότερο υγιών ερυθρών αιμοσφαιρίων, καταλήγοντας συνήθως στην εμφάνιση σοβαρής αναιμίας ̶ μία πάθηση που ενδέχεται να είναι εξουθενωτική και να οδηγεί σε σοβαρότερες επιπλοκές για τους πάσχοντες καθώς και σε άλλα σοβαρά προβλήματα υγείας. Οι θεραπευτικές επιλογές για την αναιμία που σχετίζεται με τη β-θαλασσαιμία είναι περιορισμένες, καθώς κατά κύριο λόγο περιλαμβάνουν τις τακτικές μεταγγίσεις ερυθρών αιμοσφαιρίων (RBC) που είναι δυνατό να συμβάλουν στην υπερφόρτωση σιδήρου η οποία μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, όπως η βλάβη οργάνων. Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχει ανάγκη για μονάδες αίματος για περίπου 2500 ασθενείς με μεσογειακή αναιμία. Επιπρόσθετα, περισσότεροι από έναν στους δέκα Κύπριους είναι φορείς της β-θαλασσαιμίας, ενώ υπάρχουν σήμερα περίπου 600 πάσχοντες με τη νόσο.
«Η εξάρτηση από μεταγγίσεις αίματος λόγω αναιμίας σε αιματολογικές κακοήθειες, όπως τα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα, μπορεί συχνά να σημαίνει τακτικές και μεγάλης διάρκειας επισκέψεις στο νοσοκομείο, οι οποίες ενδέχεται να θέσουν πρόσθετους κινδύνους για την υγεία και να επηρεάσουν την ποιότητα ζωής των ασθενών. Η σημερινή έγκριση του luspatercept προσφέρει στους επαγγελματίες υγείας μια νέα θεραπεία που έχει δείξει ότι μειώνει σημαντικά τον αριθμό των μεταγγίσεων ερυθρών αιμοσφαιρίων που χρειάζονται οι ασθενείς με μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα ενώ, σε κάποιες περιπτώσεις, τους βοήθησε να πετύχουν μη εξάρτηση από μεταγγίσεις», δήλωσε ο Uwe Platzbecker, M.D., κύριος ερευνητής της μελέτης MEDALIST, Επικεφαλής της Κλινικής και Πολυκλινικής για την Αιματολογία και την Κυτταρική Θεραπεία στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Leipzig.
«Παρόλο που η β-θαλασσαιμία παραμένει μια ορφανή νόσος, η ανάγκη για δια βίου μεταγγίσεις αίματος των πασχόντων είναι δυνατό να έχει σημαντικές επιπτώσεις όσον αφορά στην περιορισμένη προμήθεια αίματος στις κοινότητές τους, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν ελάχιστες εναλλακτικές θεραπευτικές επιλογές. Η έγκριση του luspatercept από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσφέρει στους επιλέξιμους ενήλικους ασθενείς με β-θαλασσαιμία μια νέα, άκρως απαραίτητη θεραπευτική επιλογή για την αντιμετώπιση της αναιμίας και, χάρη σε αυτή, τη δυνατότητα να μειωθεί η εξάρτησή τους από μεταγγίσεις ερυθρών αιμοσφαιρίων», δήλωσε η Maria Domenica Cappellini, M.D., κύρια ερευνήτρια της μελέτης BELIEVE, Καθηγήτρια Ιατρικής, Πανεπιστήμιο του Μιλάνου ̶ Fondazione IRCCS Ca Granda.
«Σήμερα, οι ενήλικοι πάσχοντες από μεταγγισιοεξαρτώμενη β-θαλασσαιμία αλλά και οι πάσχοντες από μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα (ΜΔΣ) έχουν πλέον εγκεκριμένη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαθέσιμη θεραπεία για να μειώσουν το φορτίο των απαιτούμενων μεταγγίσεών τους. Το luspatercept είναι ο πρώτος και μοναδικός παράγοντας ωρίμανσης της ερυθροκυτταρικής σειράς που έχει εγκριθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αντιπροσωπεύει μια νέα κατηγορία θεραπείας για τους ασθενείς. H έγκριση του luspatercept είναι ένα παράδειγμα της συνεχούς προόδου στο πεδίο της έρευνας για τη θεραπευτική αντιμετώπιση των σπανίων παθήσεων και την πρώιμη παροχή σημαντικών νέων φαρμάκων στους πάσχοντες», δήλωσε η Έρση Βοσκαρίδου, Ιατρός Αιματολόγος, Συντονίστρια Διευθύντρια του Κέντρου Αναφοράς Πρόληψης Θαλασσαιμίας και Δρεπανοκυτταρικής Νόσου, του Γ.Ν. «Λαϊκό» στην Αθήνα.