Η διατροφική επιδημιολογία, είναι ένα πεδίο ιατρικής έρευνας που μελετά τη σχέση μεταξύ της διατροφής και της υγείας στους ανθρώπους.
Προς το παρόν δεν υπάρχει τυποποιημένη μεθοδολογία για την αξιολόγηση της ποικιλίας μίας δίαιτας έτσι είναι δύσκολο να συγκριθούν μελέτες επιδράσεων στην υγεία από τη διατροφική ποικιλία. Μολονότι υπάρχει αυτό το ζήτημα υπάρχει επίσης μία κοινή συνισταμένη ανάμεσα στις περισσότερες μελέτες η οποία αναφέρει πως η ποικιλία στη διατροφή περιλαμβάνει πέντε-έξι ομάδες τροφίμων, βελτιώνει τις πιθανότητες επιβίωσης και μειώνει τις νόσους συγκριτικά με διατροφές που περιλαμβάνουν μόνο τρεις διατροφικές ομάδες.
Ερευνητές πραγματοποίησαν έρευνα στη δημοσιευμένη βιβλιογραφία δείχνοντας ότι ο αριθμός των στοιχείων που υποστηρίζουν πως η μεγαλύτερη διατροφική ποικιλία σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο κατάθλιψης, σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, άσθματος, τροφικών αλλεργιών, μεταβολικού συνδρόμου, οστεοπόρωσης ακόμα και θνησιμότητας.
Η διατροφική ποικιλία και συγκεκριμένα ο πλουραλισμός σε επιλογές φρούτων και λαχανικών, σχετίζεται επίσης με μειωμένο κίνδυνο διαφόρων καρκίνων όπως του στόματος, του φάρυγγα, των πνευμόνων και της ουροδόχου κύστης. Επιπρόσθετα, οι παράγοντες κλειδί για τις χρόνιες νόσους που σχετίζονται με το μεταβολισμό και την κυκλοφορία του αίματος φαίνεται να είναι καλύτεροι στους ανθρώπους που έχουν μεγαλύτερη ποικιλία στη διατροφή τους. Οι πιο σταθερές βελτιώσεις παρατηρούνται στη μείωση της υπέρτασης και στα επίπεδα των τριγλυκεριδίων.
Από την άλλη, μεγαλύτερη διαφωνία υπάρχει για τη σχέση μεταξύ της διατροφικής ποικιλίας και του κινδύνου παχυσαρκίας ή καρκίνου του παχέος εντέρου. Έχοντας στο διαιτολόγιό μας μεγαλύτερη ποικιλία τροφών ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα στην κατανάλωση περισσότερων θερμίδων οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν παχυσαρκία. Υπάρχουν μάλιστα ορισμένες μελέτες που δείχνουν μία θετική σχέση μεταξύ της μεγαλύτερης διατροφικής ποικιλίας και του αυξημένου βάρους. Ωστόσο, οι περισσότερες μελέτες έδειξαν μία αρνητική σχέση μεταξύ της ποικιλίας και του κινδύνου παχυσαρκίας, ενώ άλλες δεν αναφέρουν καμία σχέση.
Αυτή η αντίφαση στη βιβλιογραφία υπογραμμίζει τη σημαντικότητα της ποικιλίας σε ορισμένες διατροφικές ομάδες. Για παράδειγμα, μία μελέτη σε 452.269 εθελοντές από 10 Ευρωπαϊκές χώρες έδειξε ότι οι άνθρωποι που κατανάλωναν μεγαλύτερη ποικιλία φρούτων και λαχανικών είχε αυξήσει τον μέσο Δείκτη Μάζας Σώματος παρότι αύξανε την πρόσληψη ενέργειας. Η μεγαλύτερη ποικιλία σε συγκεκριμένες διατροφικές ομάδες ενδέχεται να εξηγεί επίσης τα αντικρουόμενα αποτελέσματα για τον καρκίνο του παχέος εντέρου.
Η κατανάλωση μεγαλύτερης ποικιλίας φρούτων σχετίστηκε με την αύξηση του κινδύνου καρκίνου του ορθού σε μία μελέτη με 13 χρόνια παρακολούθησης, αλλά δεν σχετίστηκε με καρκίνο του παχέος εντέρου σε άλλη μελέτη ελέγχου που διεξήχθη στη Βόρεια Ιταλία. Στην πραγματικότητα η μελέτη έδειξε επίσης πως τρώγοντας περισσότερα είδη φρούτων και λαχανικών μειωνόταν ο κίνδυνος καρκίνου του παχέος εντέρου.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι η πιο έντονη μείωση στον κίνδυνο νόσησης παρατηρήθηκε όταν οι άνθρωποι αύξαναν την ποικιλία των λαχανικών που κατανάλωναν. Αλλά η ποικιλία άλλων διατροφικών ομάδων όπως τα δημητριακά δεν σχετιζόταν με θετικές ή αρνητικές επιδράσεις στην υγεία. Όπως συνέβη και στις περιπτώσεις πρόσληψης κρέατος.