Δυναμική και ταχέως εξελισσόμενη είναι η έρευνα γύρω από το εντερικό μικροβίωμα που αποδεικνύεται «καθρέπτης» της συνολικής κατάστασης της υγείας μας, και υπό αυτό πρίσμα ας δούμε ποιον ρόλο μπορούν να διαδραματίσουν και τα οφέλη που δύναται να προσφέρουν τα προβιοτικά -χωρίς εντούτοις αυτό να σημαίνει πως είναι απαραίτητα και κυρίως ενδεδειγμένα για όλους, και ιδίως για άτομα με αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα.
Τα συγκεκριμένα μη παθογόνα βακτήρια-«σύμμαχοι» του πεπτικού συστήματος, τα οποία χαρακτηρίζονται από το γένος, το είδος και το στέλεχος, βοηθούν στην άμυνα του οργανισμού αποκρούοντας «επιθέσεις» από εχθρικά βακτήρια και μικρόβια. Οι πιο γνωστοί προβιοτικοί μικροοργανισμοί είναι ορισμένα στελέχη μυκήτων όπως ο σακχαρομύκητας Boulardii και τα βακτήρια του γένους Lactobacillus και Bifidobacterium.
Ένα γράμμα κάνει τη διαφορά από τα πρεβιοτικά, τα οποία αποτελούν την «τροφή» των προβιοτικών βακτηρίων που προστατεύουν και εγγυώνται την ισορροπία της μικροχλωρίδας του εντέρου. Tα πρεβιοτικά ουσιαστικά περιέχουν συστατικά τα οποία τρέφουν και βοηθούν την ανάπτυξη και διατήρηση των ευεργετικών βακτηρίων της εντερικής χλωρίδας, όπως είναι οι φρουκτο-ολιγοσακχαρίτες και οι ινουλίνες. Τα προβιοτικά συχνά συνδυάζονται με τα πρεβιοτικά και ονομάζονται «συμβιωτικά».
Αμφότερα περιλαμβάνονται σε ορισμένα τρόφιμα (τα προβιοτικά κυρίως σε ζυμωμένα γαλακτοκομικά προϊόντα όπως το γιαούρτι και το κεφίρ) και συμπληρώματα διατροφής (κάψουλες, χάπια, σκόνη και υγρό εκχύλισμα), τα οποία και έχουν καταστεί τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα δημοφιλή, κατόπιν υποσχόμενων ερευνών που αποτυπώνουν τη δυνητική ευεργετική επίδραση της λήψης τους στην ομαλή λειτουργία του εντέρου και όχι μόνο.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), τα προβιοτικά είναι ζωντανοί μικροοργανισμοί, οι οποίοι όταν χορηγούνται σε επαρκείς ποσότητες προσφέρουν οφέλη στην υγεία του ξενιστή.
Τα προβιοτικά έχει ανακύψει ότι ενδεχομένως μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη και αντιμετώπιση της διάρροιας λόγω λήψης αντιβίωσης (λοίμωξη από C. difficile), τη διαχείριση συμπτωμάτων διάρροιας ή δυσκοιλιότητας που μπορεί να πηγάζουν από ελκώδη κολίτιδα, σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου και νόσο του Crohn, καθώς και τη λεγόμενη διάρροια των ταξιδιωτών (λόγω μολυσμένης τροφής ή νερού).
Ένα έτερο πεδίο είναι η αντιμετώπιση λοιμώξεων του κόλπου και ουρολοιμώξεων στις γυναίκες, καθώς και οι αλλεργικές αντιδράσεις (ατοπική δερματίτιδα, άσθμα) και δερματικές παθήσεις όπως το έκζεμα.
Η καθοδήγηση ιατρού αποτελεί την ενδεδειγμένη οδό ως προς τη λήψη προβιοτικού συμπληρώματος. Η λήψη τους θεωρείται γενικά ασφαλής και ενισχυτική προς την άμυνα του οργανισμού. Ωστόσο, τα προβιοτικά θα μπορούσαν θεωρητικά να προκαλέσουν λοιμώξεις σε άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα ή ασθενείς σε ανοσοκαταστολή. Η ιατρική σύσταση είναι απαραίτητη κατά την εγκυμοσύνη ή το θηλασμό και όταν λαμβάνεται άλλη φαρμακευτική αγωγή.
Ο κ. Χάρης Δημοσθενόπουλος, Κλινικός Διαιτολόγος-Βιολόγος, προϊστάμενος του Διαιτολογικού Τμήματος στο «Λαϊκό» Νοσοκομείο Αθηνών, αποσαφηνίζει μιλώντας στο ygeiamou.gr πως η αποτελεσματικότητα ενός προβιοτικού συμπληρώματος, εφόσον η λήψη του κρίνεται απαραίτητη, συναρτάται από το βακτηριακό στέλεχος ή το συνδυασμό στελεχών, τον αριθμό των ζωντανών πληθυσμών που περιέχει και τη μορφή λήψης του.
Το κάθε στέλεχος (κυρίως λακτοβάκιλλοι και μπιφιδοβακτήρια) ενδείκνυται για διαφορετικές παθολογικές καταστάσεις και συμπτώματα. Δεν προορίζονται, ούτε είναι απαραίτητα, τα προβιοτικά για όλους, σημειώνει. «Ένα προβιοτικό δεν ταιριάζει για όλους, ούτε για όλες τις καταστάσεις» επεξηγεί ο κ. Δημοσθενόπουλος.
Για να είναι αποτελεσματικό ένα προβιοτικό πρέπει να είναι και το κατάλληλο –στέλεχος, πληθυσμός και δοσολογία (η συγκέντρωση των προβιοτικών μετράται σε CFU, colony-forming units). Ο βακτηριακός πληθυσμός σαφώς αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της αποτελεσματικότητας του συμπληρώματος· όσο υψηλότερος ο πληθυσμός, τόσο υψηλότερη και η αποτελεσματικότητα, εξ ου και το μεγάλο φάσμα στο κόστος των προβιοτικών συμπληρωμάτων.
Σαφώς πιο αποδοτικά είναι για περιπτώσεις διάρροιας, και όχι μόνο λόγω λήψης αντιβίωσης, αλλά και άλλων παθολογικών καταστάσεων που σχετίζονται με φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου ή χρόνια δυσκοιλιότητα, και εκεί αρμόδιος είναι ο θεράπων ιατρός που θα μπορούσε να συστήσει τη χρήση τους στη βάση και άλλων απεικονιστικών εξετάσεων, όπως γαστροσκόπηση ή κολονοσκόπηση, επισημαίνει.
Ενδεικτικά ο κ. Δημοσθενόπουλος αναφέρει πως στο «Λαϊκό» Νοσοκομείο παρατηρήθηκε πως η χορήγηση συμπληρώματος πρεβιοτικών σε ασθενείς νοσηλευόμενους στη μονάδα εντατικής θεραπείας, που σιτίζονταν εντερικά, περιόρισε σε μεγάλο βαθμό τις διαρροϊκές κενώσεις, δηλαδή συνέβαλε στη βελτίωση της χλωρίδας του εντέρου. Αυτή είναι και η κύρια στόχευση· να συμβάλουν στην αποκατάσταση της εντερικής χλωρίδας.
Υπάρχουν στελέχη προβιοτικών, τα οποία η υπάρχουσα βιβλιογραφία στηρίζει περισσότερο για την αντιμετώπιση της διάρροιας, και άλλα στελέχη για τη μείωση της φλεγμονής και τη βελτίωση της εντερικής χλωρίδας. Συνεπώς κάθε άτομο δεν μπορεί πάντα να γνωρίζει εάν και ποιο προβιοτικό είναι το κατάλληλο γι’ αυτόν και η συμβουλή του ειδικού είναι πάντα καλή για να τον κατευθύνει, διευκρινίζει ο κ. Δημοσθενόπουλος.
Στη διατροφή μας «βρίσκουμε» τα προβιοτικά σε γιαούρτι, κεφίρ, μαλακά ωριμασμένα τυριά, μαύρη σοκολάτα (περιέχει και πρεβιοτικά), ελιές, πίκλες λαχανικά τουρσί, βουτυρόγαλο, πάστα φασολιών από ζύμωση, σάλτσα σόγιας.
Για την παρασκευή του γιαουρτιού, απαιτούνται γάλα και δύο ζωντανά βακτήρια (Lactobacillus bulgaricus και Streptococcus thermophilus), τα οποία μέσω της ζύμωσης μετατρέπουν το γάλα σε γιαούρτι. Διατροφικά προϊόντα που έχουν υποστεί ζύμωση, όπως είναι το γιαούρτι και το ξινόγαλα, περιέχουν πολλά ζωντανά μικρόβια, ενώ τα τελευταία χρόνια η βιομηχανία δημιούργησε προβιοτικά προϊόντα στα οποία προσέθεσε μεγαλύτερο ποσοστό ζωντανών μικροβίων, ώστε να αυξάνεται η ωφελιμότητά τους και η αποτελεσματικότητα τους (η νέα κατηγορία γιαουρτιών που είναι εμπλουτισμένα με προβιοτική καλλιέργεια).
Ασφαλώς, δεν περιέχουν όλα τα γιαούρτια ζωντανά και ενεργά βακτήρια αφού συχνά το γιαούρτι υποβάλλεται σε μια θερμική επεξεργασία, η οποία σκοτώνει τα βακτήρια -ωφέλιμα και μη- για να το κάνουν πιο σταθερό. Γι’ αυτό και πρέπει να ελέγχουμε την ετικέτα για τη φράση «ζωντανή και ενεργή καλλιέργεια γιαούρτης». Η καλύτερη πηγή προβιοτικών είναι τα μη παστεριωμένα γαλακτοκομικά προϊόντα (π.χ. πρόβειο παραδοσιακό γιαούρτι με πέτσα).
Ως προς ενδεχόμενη χρήση τους βοηθητικά για την απώλεια βάρους, ο κ. Δημοσθενόπουλος αναφέρει πως μελέτες έχουν δείξει ότι το μικροβίωμα των παχυσάρκων ατόμων είναι διαφορετικό ως προς τα βακτήρια του εντέρου από αυτό των πιο αδυνάτων.
Η μεταμόσχευση κοπράνων από άπαχα ζώα οδήγησε στην απώλεια του βάρους σε παχύσαρκα ζώα. Μελέτες σε παιδιά στην Κίνα έχουν επίσης δείξει ότι όσα έπαιρναν προβιοτικά έχασαν πολύ περισσότερο βάρος από εκείνα που δεν χρησιμοποιούσαν τέτοιου είδους συμπληρώματα διατροφής, ενώ τα στελέχη του Lactobacillus gasseri, του Lactobacillus rhamnosus και του Bifidobacterium lactis φάνηκε να έχουν ευεργετική δράση στην απώλεια βάρους και την μείωση του σωματικού λίπους –χωρίς όμως αυτό να έχει επαρκή επιστημονική ένδειξη.
Τα δεδομένα, δηλαδή, που υποστηρίζουν ότι τα προβιοτικά μπορεί να βοηθήσουν κάποιους ανθρώπους να χάσουν βάρος είναι πολύ περιορισμένα, διασαφηνίζει ο κ. Δημοσθενόπουλος.
Σε ό,τι αφορά περιπτώσεις δυσανεξίας στη λακτόζη, αν και η χορήγηση συμπληρωμάτων λακτάσης αποτελεί τη βασική αντιμετώπιση, έχει φανεί ότι η κατανάλωση προβιοτικών όπως είναι ο Lactobacillus bulgaricus και ο Streptococcus thermophiles συμβάλλουν θεραπευτικά και θετικά στην αντιμετώπιση της διαταραχής και στην τελική πέψη του γάλακτος από τα άτομα που αντιμετωπίζουν το συγκεκριμένο πρόβλημα.
Σχετικά με τα συμπληρώματα προβιοτικών, η Αμερικανική Γαστρεντερολογική Εταιρεία (AGA), ενδεικτικά, δεν περιλαμβάνει στις κατευθυντήριες οδηγίες της σύσταση για τη χρήση προβιοτικών για τα περισσότερα γαστρεντερικά νοσήματα και διαταραχές του πεπτικού συστήματος σε ενήλικες και παιδιά εκτός του φάσματος κλινικών δοκιμών -πέραν της πρόληψης, και όχι θεραπείας, λοίμωξης από C. difficile καθώς και στα πρόωρα νεογνά υπό προϋποθέσεις, ενώ συγκεκριμένα συστήνει τη μη λήψη σε παιδιά με οξεία λοιμώδη γαστρεντερίτιδα.
Απαιτείται μεγαλύτερης κλίμακας έρευνα στο πεδίο των προβιοτικών, καθώς οι μέχρι στιγμής μελέτες είναι σε μεγάλο βαθμό μικρού δείγματος και χαμηλής στατιστικής ισχύος. Περιορισμένης κλίμακας μελέτες έχουν καταγράψει πάντως ευεργετική επίδραση των προβιοτικών ακόμη και στη μείωση της υψηλής αρτηριακής πίεσης και της «κακής» LDL χοληστερόλης, αλλά και στην ψυχική υγεία και την απόκριση στο στρες (μέσω παραγωγής νευροδιαβιβαστών που ρυθμίζουν τη διάθεση, όπως η σεροτονίνη και η ντοπαμίνη), καθιστώντας τα προβιοτικά έναν εν δυνάμει ισχυρό σύμμαχο που αξίζει να «εξερευνήσουμε» περαιτέρω.