Μετά την διεξαγωγή έρευνας που διήρκεσε σχεδόν μια δεκαετία οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Οχάιο, του Ινστιτούτου Έρευνας Μεθοδιστών του Χιούστον και του Αντικαρκινικού Κέντρου Μεθοδιστών του Χιούστον συνέδεσαν για πρώτη φορά την απολιποπρωτεΐνη J (κλαστερίνη ή CLU) με πολλές διαφορετικές παραμέτρους του κινδύνου εκδήλωσης καρδιομεταβολικού συνδρόμου μέσω της δράσης της στο ήπαρ. Τα ευρήματα των ερευνών που διεξήχθησαν σε ανθρώπους και σε πειραματόζωα δημοσιεύθηκαν στο Diabetes Care.
Το καρδιομεταβολικό σύνδρομο αποτελεί ένα συνδυασμό παραγόντων που εκδηλώνονται παράλληλα και αυξάνουν τον κίνδυνο εκδήλωσης καρδιαγγειακών νόσων, εγκεφαλικού επεισοδίου και σακχαρώδους διαβήτη. Οι παράγοντες αυτοί περιλαμβάνουν υψηλή αρτηριακή πίεση, υψηλές τιμές σακχάρου, μεγάλη συγκέντρωση λίπους στην περιοχή της μέσης και υψηλά επίπεδα χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων. Ο κίνδυνος εκδήλωσης καρδιομεταβολικού συνδρόμου είναι ακόμη μεγαλύτερος για τους ασθενείς που κάνουν καθιστική ζωή και καπνίζουν.
«Ο στόχος μας ήταν να ανακαλύψουμε νέους δείκτες που παράγονται από τα κύτταρα του λιπώδους ιστού και επιδρούν στην καρδιομεταβολική νόσο. Συγκεκριμένα θέλαμε να εντοπίσουμε τους παράγοντες που είναι σημαντικοί για τη διατήρηση της εξωκυτταρικής μεμβράνης των κυττάρων του λιπώδους ιστού που καθίσταται δυσλειτουργική στις περιπτώσεις παχυσαρκίας» δήλωσε ο πρώτος συγγραφέας της μελέτης Δρ. David Bradley αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Ενδοκρινολογίας, Διαβήτη και Μεταβολισμού στο Ιατρικό Κέντρο Wexner του Πανεπιστημίου του Οχάιο.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι μια συγκεκριμένη πρωτεΐνη του εξωκυτταρικού πλέγματος, η απολιποπρωτεΐνη J η παραγωγή της οποίας είναι αυξημένη από τα κύτταρα του λιπώδους ιστού σε παχύσαρκους ασθενείς συσχετίζεται έντονα με την αντίσταση στην ινσουλίνη. Επίσης συσχετίζεται με τον αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου και θνησιμότητας, υπέρτασης, υψηλών επιπέδων χοληστερόλης και λιπώδους διήθησης του ήπατος.
Η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι σημαντικός παράγοντας κινδύνου του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 και οι παχύσαρκοι ασθενείς συνήθως βάλλονται από μεταβολικές και καρδιαγγειακές επιπλοκές.
Η έρευνα διεξήχθη όσον αφορά την γονιδιακή έκφραση και τις μετρήσεις των αναλύσεων αίματος σε 54 παχύσαρκους και 18 αδύνατους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε επιλεκτική χειρουργική στο Ιατρικό Κέντρο Wexner του Πανεπιστημίου του Οχάιο. Επίσης μελετήθηκαν κυτταρικές σειρές καθώς και πειραματόζωα επιρρεπή στην ανάπτυξη επιπλοκών λόγω παχυσαρκίας.
«Η έρευνα αυτή ρίχνει νέο φως στην σημασία της απολιποπρωτείνης J στο καρδιομεταβολικό σύνδρομο που μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων θεραπειών γι ‘αυτή την απειλητική για την ζωή επιπλοκή του σακχαρώδους διαβήτη, της υπέρτασης και της παχυσαρκίας» δήλωσε ο Δρ. K. Craig Kent κοσμήτορας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Οχάιο και συνεχίζει: «Ως τώρα ο ρόλος αυτής της πρωτεΐνης έχει μελετηθεί περισσότερο σε σχέση με τις νευροεκφυλιστικές παθήσεις όπως η Νόσος του Αλτσχάιμερ αλλά φαίνεται πλέον ότι έχει ευρύτερο ρόλο στην ανθρώπινη φυσιολογία και ασθένεια».
Το καρδιομεταβολικό σύνδρομο επηρεάζει πλέον το 25% του παγκόσμιου πληθυσμού και αναγνωρίζεται ως νόσος από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και την Αμερικανική Εταιρία Ενδοκρινολογίας. Οι έχοντες καρδιομεταβολικό σύνδρομο έχουν και διπλάσιες πιθανότητες κινδύνου θνησιμότητας από καρδιαγγειακή νόσο και τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο σε σύγκριση με όσους δεν έχουν το εν λόγω σύνδρομο.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι αυτή η έρευνα ανοίγει μια νέα οπτική στην κατανόηση του ρόλου της απολιποπρωτείνης J στο εξωκυτταρικό πλέγμα,στην ενδοκυτταρική επικοινωνία των ιστών σε περιπτώσεις διαφορετικών νόσων συμπεριλαμβανομένου του σακχαρώδους διαβήτη, του καρκίνου και των νευροεκφυλιστικών νόσων. Απαιτούνται ωστόσο περισσότερες έρευνες σε πειραματόζωα για να διαπιστωθεί ο τρόπος που η συγκεκριμένη πρωτεΐνη επιδρά σε κάθε μια από τις παραμέτρους του καρδιομεταβολικού συνδρόμου και κατά πόσο η χορήγηση αντισωμάτων που παρεμποδίζουν την απολιποπρωτείνη J αναστέλλει και το καρδιομεταβολικό σύνδρομο,
«Τα κύτταρα του λιπώδους ιστού αυξάνουν την παραγωγή απολιποπρωτείνης J καθώς διογκώνονται σε περιπτώσεις παχυσαρκίας. Η απολιποπρωτείνη J μπορεί να είναι βιοδείκτης νόσου καθώς και θεραπευτικός στόχος που θα μπορούσε να συμβάλλει σε πρόληψη της νόσου» επισημαίνει η Δρ. Willa Hsueh καθηγήτρια Ιατρικής του Τμήματος Ενδοκρινολογίας, Διαβήτη και Μεταβολισμού στο Ιατρικό Κέντρο Wexner του Πανεπιστημίου του Οχάιο.