Θα μπορούσαν ιοί, όπως ο SARS-CoV-2 που επελαύνει παγκοσμίως, να επηρεάζουν τη συμπεριφορά όσων προσβάλουν επιδρώντας στο κεντρικό νευρικό σύστημα με τρόπο που «εξασφαλίζει» την επιβίωση και αναπαραγωγή τους;
Αυτή είναι η θεωρία που διατυπώνουν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης στο Όλμπανι αναφέροντας πως ο κορωνοϊός θα μπορούσε να επιδρά στην περιοχή του εγκεφάλου που ονομάζεται πρόσθιος φλοιός το προσαγωγίου και η οποία ενέχεται στην κοινωνική συμπεριφορά και συναισθηματική ρύθμιση.
Μέσω μεταβολών του πρόσθιου φλοιού του προσαγωγίου, θα μπορούσαν οι νοσούντες να «έλκονται» να κοινωνικοποιηθούν αντί να τηρούν μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, αναφέρουν οι ερευνητές στο Medical Hypotheses.
Υποθέτουν ότι αυτή η αλλαγή συμπεριφοράς μπορεί να συμβαίνει κατά την περίοδο επώασης, όταν οι άνθρωποι έχουν προσβληθεί από την COVID-19 χωρίς να παρουσιάζουν ακόμη συμπτώματα της νόσου, με συνέπεια να καθίσταται πιο πιθανό να μεταδώσουν τον ιό.
Σαφώς υπογραμμίζουν ότι οι υποθέσεις τους εδράζονται στις επιδράσεις άλλων λοιμώξεων στην αλλαγή συμπεριφοράς των νοσούντων και δεν υπάρχουν γνωστές αλλοιώσεις στη συμπεριφορά που να συσχετίζονται με τη νόσο COVID-19. «Μόνο ο χρόνος θα δείξει εάν πώς ο ιός χειρίζεται τον ξενιστή για τη δική του επιβίωση και αναπαραγωγή» αναφέρουν.
Η ικανότητα των ιών να επιφέρουν αλλαγές στη συμπεριφορά -να χειραγωγούν τη συμπεριφορά του ξενιστή- δεν είναι κάτι νέο και έχει καταγραφεί στις περιπτώσεις κυρίως της λύσσας, αλλά και της γρίπης, μεταξύ άλλων ιών.
Η θεωρία είναι ότι τα παθογόνα το κάνουν αυτό για να μεγιστοποιήσουν το ρυθμό αναπαραγωγής τους και κατ’ επέκταση την εξάπλωση και επιβίωσή τους.
Ο ιός που έχει προσελκύσει την περισσότερη προσοχή στο πεδίο της έρευνας σχετικά με τις επιδράσεις στη συμπεριφορά είναι η λύσσα, ιογενές νόσημα του κεντρικού νευρικού συστήματος που προκαλείται στον άνθρωπο από το δάγκωμα ή γρατζουνιά μολυσμένου ζώου.
Ο ιός της λύσσας έχει διαπιστωθεί ότι μπορεί να επηρεάσει το κεντρικό νευρικό σύστημα και να κάνει τα ζώα πιο επιθετικά και πιο πιθανό να δαγκώσουν, με συνέπεια να αυξάνεται η εξάπλωση της νόσου που σκοτώνει 59.000 ανθρώπους κάθε χρόνο παγκοσμίως.
Μελέτη του Πανεπιστημίου της Αλάσκας που είχε δημοσιευτεί το 2017 στο Scientific Reports διαπίστωνε ότι ο ιός εμποδίζει χημικές ουσίες στον άνθρωπο που διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση της συμπεριφοράς.
Εν τω μεταξύ, σε μελέτη του 2010 που χρησιμοποίησε εμβόλιο της γρίπης (δεδομένου ότι ηθικά δεν επιτρέπεται η σκόπιμη μόλυνση ανθρώπων), το οποίο περιείχε μία τροποποιημένη μορφή του ιού, ερευνητές στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν διαπιστώσει ότι τις δύο ημέρες μετά την έκθεσή τους, ο αριθμός των ανθρώπων που συνάντησαν οι ασθενείς αυξήθηκε σε 101 από μέσο όρο 54, σε σύγκριση με τις δύο ημέρες πριν την ανοσοποίηση, ανέφεραν τα Annals of Epidemiology.
Οι δύο ημέρες αμέσως μετά την έκθεση στον ιό της γρίπης είναι σημαντικές, διότι είναι ακριβώς η περίοδος κατά την οποία οι άνθρωποι που είναι πιο μεταδοτικοί, αλλά δεν εμφανίζουν συμπτώματα, συνεπώς είναι πιο πιθανό να εξαπλωθεί η νόσος.
Στη σχετική έρευνα που είχε δημοσιευτεί στο Annals of Epidemiology οι ερευνητές απέκλειαν το ενδεχόμενοι οι μετέχοντες να ένιωθαν πιο ασφαλείς μετά το εμβόλιο και ως εκ τούτου πιο κοινωνικοί, καθώς τέσσερις εβδομάδες αργότερα, ο ρυθμός κοινωνικοποίησής τους είχε επιστρέψει στα επίπεδα προ της χορήγησής του.
«Η ανθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά άλλαξε με την εισαγωγή του ιού. Αυτός είναι ο ισχυρότερος δείκτης που έχει ανακαλυφθεί μέχρι στιγμής για την αλλαγή συμπεριφοράς που σχετίζεται με τα παθογόνα στους ανθρώπους» ανέφεραν οι επιστήμονες.
Ωστόσο, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι μόνο οι ιοί μπορεί να χειραγωγούν τη συμπεριφορά. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι το Toxoplasma gondii, ένα μονοκύτταρο παράσιτο -ο φυσικός ξενιστής του οποίου είναι η γάτα χωρίς να συναρτά γι’ αυτήν πρόβλημα. Όμως τα ποντίκια και οι αρουραίοι που έχουν μολυνθεί αρχίζουν και φοβούνται λιγότερο τις γάτες και επομένως είναι πιο πιθανό εκείνες να τους σκοτώσουν.
Το Toxoplasma gondii πιστεύεται ότι μολύνει έναν στους τρεις ανθρώπους παγκοσμίως και οι ερευνητές έχουν διαπιστώσει ότι μπορεί να τους κάνει λιγότερο φοβισμένους, απερίσκεπτους, αλλά και να επηρεάσουν τη συμπεριφορά τους στην οδήγηση. Σύμφωνα με έρευνα του 2007 από παρασιτολόγους του Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα, οι φορείς του παρασίτου είναι 2,65 φορές πιο πιθανό να εμπλακούν σε τροχαία ατυχήματα. Μία θεωρία πίσω από αυτό είναι ότι αυξάνει τα επίπεδα της τεστοστερόνης και πιθανώς καθιστά τους ανθρώπους πιο ριψοκίνδυνους.
Διαβάστε επίσης
Γραμμή Στήριξης 10306: Γιατί καλούν οι περισσότεροι – Τι μας φοβίζει πιο πολύ από τον κορωνοϊό
Κορωνοϊός – Επαναμόλυνση: Πόσο διαρκεί η ανοσία στον SARS-CoV-2
Κορωνοϊός: Θα γίνει εποχικός ιός προβλέπουν οι επιστήμονες – Πότε θα συμβεί αυτό