Δύο πρόσφατες έρευνες διαπίστωσαν πως παρεμβάσεις στη διατροφή αναφορικά με συγκεκριμένα τρόφιμα μπορούν να μειώσουν σημαντικά τον κίνδυνο για εκδήλωση διαβήτη τύπου 2.
Συγκεκριμένα, τα ευρήματα ανέδειξαν τα οφέλη που εξασφαλίζει μια μέτρια έστω αύξηση της κατανάλωσης φρούτων, λαχανικών και τροφίμων ολικής άλεσης. Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο The BMJ.
Στην πρώτη μελέτη, μια ομάδα Ευρωπαίων ερευνητών εξέτασε τη σχέση των επιπέδων της βιταμίνης C και των καροτενοειδών στο αίμα με τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 (πρόκειται για πιο αξιόπιστους δείκτες κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών από τη χρήση διατροφικών ερωτηματολογίων).
Το δείγμα της μελέτης αποτελούσαν δύο ξεχωριστές ομάδες, μια 9.754 ενηλίκων που είχε μόλις εμφανίσει διαβήτη τύπου 2 και μια 13.622 υγιών ενηλίκων κατά της διάρκεια της ερευνητικής διαδικασίας, από ένα σύνολο 340.234 συμμετεχόντων στην Πανευρωπαϊκή Έρευνα για τον Καρκίνο και τη Διατροφή (EPIC)-InterAct από οκτώ ευρωπαϊκές χώρες.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον τρόπο ζωής, κοινωνικούς και διατροφικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις πιθανότητες εκδήλωσης διαβήτη, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως υψηλότερα ποσοστά βιταμίνης C και καροτενοειδών μείωσαν τον κίνδυνο. Κατά τον υπολογισμό, η αύξηση κατά 66 γραμμάρια της καθημερινής κατανάλωσης ολόκληρων φρούτων και λαχανικών μείωνε κατά 25% τις πιθανότητες διαβήτη τύπου 2.
Στη δεύτερη μελέτη, Αμερικανοί επιστήμονες θέλησαν να διαπιστώσουν πώς τα τρόφιμα ολικής άλεσης σχετίζονται με τη νόσο. Ακολουθώντας κοινή μέθοδο, μέσα από ένα σύνολο 158.259 γυναικών και 36.525 ανδρών που συμμετείχαν στις μελέτες Nurses’ Health Study, Nurses’ Health Study II, και Health Professionals Follow-Up Study, διαπίστωσαν πως η μεγαλύτερη κατανάλωση δημητριακών και ψωμιού ολικής άλεσης καθημερινά μείωσε τον κίνδυνο διαβήτη κατά 19% και 21% αντίστοιχα.
Άλλα τρόφιμα ολικής άλεσης με ευεργετικές ιδιότητες έναντι του διαβήτη τύπου 2, ήταν το πλιγούρι βρώμης (21% χαμηλότερος κίνδυνος), το πίτουρο (15% χαμηλότερος κίνδυνος) και το καστανό ρύζι με φύτρα σιταριού (12% χαμηλότερος κίνδυνος). Τα τρόφιμα καταναλώνονταν με συχνότητα τουλάχιστον δύο μερίδων την εβδομάδα.
Δεδομένου πως πρόκειται για μελέτες παρατήρησης, δεν μπορεί να υποστηριχθεί μια σχέσης αιτίας-αποτελέσματος, καθώς κάποια από τα ευρήματα πιθανώς να προέκυψαν λόγω παράλειψης συνυπολογισμού διαφόρων παραγόντων κινδύνου για διαβήτη. Ωστόσο, οι δύο μελέτες δεν διέφυγαν των κοινών επιστημονικών ευρημάτων που συνδέουν την υγιεινή διατροφή με την καλή υγεία, ενώ δεν παρέλειψαν να λάβουν υπ’ όψιν μεταβλητές όπως ο τρόπος ζωής και της ποιότητας των διατροφικών επιλογών.