Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει τις δυσμενείς για την υγεία επιπτώσεις της προγεννητικής έκθεσης στη χημική ουσία δισφαινόλη Α (BPA), ωστόσο λίγες είναι οι ενδείξεις για τις επιπτώσεις της στη λειτουργία των ωοθηκών ειδικότερα.
Η ουσία BPA, που ανιχνεύεται σε επιφανειακά νερά και σε ιζήματα του εδάφους, χρησιμοποιείται σε πολλές βιομηχανικές διεργασίες και στην παραγωγή των συσκευασιών των τροφίμων. Έτσι, η μεγαλύτερη έκθεση του ανθρώπου στην ουσία αυτή είναι διατροφική και προέρχεται από τα κονσερβοποιημένα τρόφιμα και τα πλαστικά δοχεία (εισχωρεί στην τροφή όταν το πλαστικό δοχείο έχει θερμανθεί), αλλά υπάρχει και η έκθεση του δέρματος που αποτελεί δευτερεύοντα παράγοντα έκθεσης (π.χ. το θερμικό χαρτί που πολλές φορές χρησιμοποιείται στις αποδείξεις των ταμειακών μηχανών αποτελεί πηγή έκθεσης).
Σύμφωνα με τους ερευνητές της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο Reproduction, η ανάπτυξη και η λειτουργία των ωοθηκών αντιπροσωπεύει ένα πολύπλοκο συντονισμό διαδικασιών, που ξεκινά στις αρχές της προγεννητικής ανάπτυξης. Για να διαπιστωθεί, λοιπόν, εάν η προγεννητική περιβαλλοντική έκθεση στη δισφαινόλη Α μπορεί πράγματι να αποτελέσει απειλή για τη λειτουργία των ανθρώπινων ωοθηκών, οι ερευνητές από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βοστώνης (BUSM) διεξήγαγαν μια έρευνα από το 2000 έως τον Ιούνιο του 2018, για να εξετάσουν την υπάρχουσα βιβλιογραφία γύρω από την προγεννητική έκθεση στη BPA.
«Είδαμε ότι υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις για τις επιπτώσεις αυτής της έκθεσης σε μια ιδιαίτερα ευάλωτη περίοδο ανάπτυξης, όπως η προγεννητική. Πρέπει, πάντως, να μελετηθεί περαιτέρω εάν υπάρχουν αιτιολογικές συσχετίσεις της έκθεσης αυτής με τις διαταραχές στη γυναικεία ωορρηξία», εξήγησε ο συγγραφέας Shruthi Mahalingaiah επίκουρος καθηγητής Μαιευτικής και Γυναικολογίας στο BUSM.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι τα ευρήματά τους είναι ιδιαίτερα σημαντικά, καθώς υπάρχουν επιπτώσεις τόσο στην υγεία του εμβρύου όσο και σε αυτή της μητέρας. «Η κατανόηση της επίδρασης που έχει η έκθεση στη BPA στη λειτουργία των ωοθηκών μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη θεραπευτική προσέγγιση για ασθένειες και διαταραχές, όπως η υπογονιμότητα, το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών και η πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, για τις οποίες η ωοθηκική δυσλειτουργία αποτελεί ένδειξη», πρόσθεσε ο Δρ. Mahalingaiah.
Οι ερευνητές ελπίζουν ότι η μελέτη τους θα αυξήσει την ευαισθητοποίηση για τις εμμένουσες επιπτώσεις που ενδεχομένως να έχει η προγεννητική έκθεση σε επιβλαβείς ουσίες και ότι θα αποτελέσει αφορμή για περαιτέρω μελέτες που θα εξετάζουν τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των χημικών ουσιών που προκαλούν ενδοκρινικές διαταραχές σε διάφορους πληθυσμούς.