Οι ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη μπορεί να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο θνησιμότητας δυστυχώς όχι μόνο από τη νόσο του κορωνοϊού (COVID-19), αλλά από σχεδόν όλες τις σοβαρές λοιμώξεις.
Ωστόσο όλα τα άτομα με διαβήτη δεν κινδυνεύουν το ίδιο και η μακροχρόνια καλή ρύθμιση του διαβήτη τους όσο και η καλή φυσική κατάσταση, φαίνεται ότι είναι πολύ καθοριστικοί παράγοντες.
Γιατί υπάρχει η φήμη ότι τα άτομα με διαβήτη κινδυνεύουν περισσότερο;
Οι περισσότερες οδηγίες υγείας σχετικά με την COVID-19 αναφέρουν το διαβήτη ως μία από τις κατηγορίες υψηλού κινδύνου για επιπλοκές, κυρίως επειδή τα πρώιμα δεδομένα που προέρχονται κυρίως από την Κίνα αλλά και κάποιες πρόσφατες μελέτες, έδειξαν αυξημένο ποσοστό θνησιμότητας όπως και υψηλότερο κίνδυνο διασωλήνωσης, για τους ασθενείς με COVID-19 που επίσης είχαν διαβήτη.
Το συνολικό ποσοστό θνησιμότητας (ΣΠΘ) στους νοσήσαντες από τον ιό κυρίως από τις μελέτες στην Κίνα, Ευρώπη και σε συγκεκριμένα κέντρα των ΗΠΑ κυμαίνεται από 2- 2,5%. Τα δεδομένα έδειξαν ότι το ΣΠΘ ήταν αυξημένο στους ασθενείς με προϋπάρχουσες νόσους, ειδικά καρδιαγγειακές παθήσεις (ΣΠΘ, 10,5%), διαβήτη (7,3%), χρόνια αναπνευστική νόσο (ΧΑΠ 6,3%), υπέρταση καρκίνο (5,6%).
Τα δεδομένα έδειξαν επίσης συσχέτιση με την ηλικία των νοσούντων. Οι ασθενείς ηλικίας 80 ετών και άνω είχαν ΣΠΘ 14,8% και άτομα ηλικίας 70-79 ετών, ποσοστό 8,0%, ενώ δεν αναφέρθηκαν θανατηφόρα κρούσματα σε ασθενείς ηλικίας 9 ετών ή νεότερους.
Υπάρχουν λοιπόν ειδικές οδηγίες για άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη;
Έχουν ήδη θεσπιστεί κατευθυντήριες γραμμές για τη θεραπεία λοιμώξεων σε ασθενείς με διαβήτη και σε αυτό το στάδιο φαίνεται ότι γενικά ίδιες κατευθυντήριες οδηγίες εφαρμόζονται για τους ασθενείς στους οποίους έχει επίσης διαγνωσθεί η λοίμωξη COVID-19. Δεν υπάρχουν ειδικές φαρμακευτικές αγωγές για τα άτομα με Διαβήτη και η μόνη σύσταση είναι να μην διακόπτουν την φαρμακευτική τους αγωγή αλλά και να επικοινωνούν με τους ειδικούς σε κάθε εμπύρετο κατάσταση.
Όλα τα άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη κινδυνεύουν το ίδιο;
Γενικά, οι ασθενείς με διαβήτη – ειδικά εκείνοι των οποίων η νόσος δεν ελέγχεται ή δεν ρυθμίζεται καλά – μπορεί να είναι πιο ευάλωτοι σε πιο συχνές λοιμώξεις, όπως η γρίπη και άλλες ιογενείς λοιμώξεις, ή και επιπλοκές όπως η πνευμονία, σηπτικές καταστάσεις, κλπ.
Η υπεργλυκαιμία σε μία κακή ρύθμιση μειώνει την ανοσιακή επάρκεια, διαταράσσοντας την αμυντική λειτουργία των λευκών αιμοσφαιρίων.
Ένας σημαντικός παράγοντας για την έκβαση της λοίμωξης σε ασθενείς με διαβήτη επίσης είναι τα επίπεδα σακχάρου, κατά την διάρκεια της λοίμωξης, που χρειάζεται να ελέγχονται καλά.
Συνεπώς, ο καλός έλεγχος του σακχάρου μπορεί να συμβάλει στη μείωση τόσο του κινδύνου θανάτου όσο και στη σοβαρότητα της λοίμωξης.
Ακριβώς ποια άτομα με διαβήτη διατρέχουν πραγματικά μεγαλύτερο κίνδυνο;
Αν και δεν έχουν παρατηρηθεί υψηλότερα ποσοστά μόλυνσης γενικά σε ασθενείς με τιμές γλυκοζιλιωμένης αιμοσφαιρίνης (A1c) κάτω από το 7% σε σχέση με υψηλότερες, αντίθετα οι επιπλοκές και η θνησιμότητα είναι κατά πολύ μεγαλύτερες στους αρρύθμιστους.
Τα άτομα με καλά ρυθμισμένο Διαβήτη και χωρίς άλλα συνοδά προβλήματα υγείας δεν είναι σε αυξημένο κίνδυνο.
Υψηλού κινδύνου για επιπλοκές και θνητότητα είναι όσοι έχουν μακροχρόνιο διαβήτη με κακή ρύθμιση η και συννοσηρότητες, όπως παχυσαρκία, χρόνιες αναπνευστικές παθήσεις, νεφρικές και καρδιακές παθήσεις, κακοήθειες, κλπ. Συννοσηρότητες δυστυχώς είναι συχνές σε ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη.
Η καλύτερη θεραπεία για τα άτομα αυτά μέχρι να υπάρξει εμβόλιο η ειδική θεραπεία, είναι να μην κολλήσουν.
Θα πρέπει να σταματήσουμε την αγωγή για το Διαβήτη αν νοσήσουμε;
Όσον αφορά τα σχήματα διαβητικών φαρμάκων, οι ασθενείς με Διαβήτη τύπου 1 ή 2 θα πρέπει να συνεχίσουν να παίρνουν τα φάρμακα που τους χορηγούνται.
Κάποιοι, ειδικά εκείνοι που λαμβάνουν ινσουλίνη, μπορεί να χρειαστούν μεγαλύτερες δόσεις για να ρυθμισθούν και ο ασθενής θα πρέπει να αυξήσει την πρόσληψη υγρών για να αποτρέψει την αφυδάτωση.
Συνιστάται επιτακτικά η αποφυγή της υπογλυκαιμίας. Η τακτική παρακολούθηση του σακχάρου και η κατάλληλη εκπαίδευση είναι ο τρόπος για να το πετύχουμε.
Οδηγίες για τον Τύπο 1 και όσους θεραπεύονται με ινσουλίνη
Οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 πρέπει να παρακολουθούν συχνότερα το σάκχαρο τους. Να ελέγχουν τουλάχιστον προ-γευματικά και 2 ώρες μετα-γευματικά το σάκχαρο τους, αλλά και τις κετόνες, εάν το σάκχαρο τους υπερβαίνει τα 250 mg / dL και συνυπάρχει πυρετός. Σύμφωνα με τις γενικές οδηγίες οι ασθενείς πρέπει να παραμείνουν ενυδατωμένοι και να ξεκουραστούν. Η υπεργλυκαιμία, όπως πάντα, αντιμετωπίζεται καλύτερα με υγρά και ταχεία ινσουλίνη (διορθωτικό bolus), συχνές αλλαγές στη δοσολογία και συχνούς ελέγχους των σακχάρων για να βεβαιωθούμε ότι το θεραπευτικό σχήμα είναι επιτυχές.
Πως θα γνωρίζω αν είναι απλή ίωση, γρίπη, η COVID-19;
Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή τα συμπτώματα μπορεί να είναι κοινά με προεξάρχοντα στην αρχή πυρετό η και πονόλαιμο. Ωστόσο ένα χαρακτηριστικό ιδιαίτερο της γρίπης είναι οι μυαλγίες και ο υψηλός πυρετός συχνά με ρίγος μέσα στην 2 – 3 πρώτες ημέρες που ξεκινούν τα συμπτώματα. Από την άλλη εκτός από τον χαμηλό πυρετό, τον συνεχή βήχα, η ανοσμία και αγευσία είναι 2 ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για τον COVID19 στους ενήλικες, ενώ η διάρροια και οι εμετοί πιο χαρακτηριστικά στα παιδιά. Είναι φυσικά αυτονόητο για όλα τα άτομα με ΣΔ, οποιαδήποτε εμπύρετος κατάσταση να αποτελεί σοβαρό λόγο για άμεση επικοινωνία με τον-τους θεράποντες ιατρούς τους.
Για τους ασθενείς στο νοσοκομείο
Οι πιο πολλοί ασθενείς που νοσηλεύονται στο νοσοκομείο θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ινσουλίνη και οι από του στόματος παράγοντες θα πρέπει να σταματήσουν.
Μόνο η ινσουλίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ρύθμιση του Σακχάρου σε ασθενείς με οξεία αρρώστια, για παράδειγμα εκείνους με σηψαιμία. Το ίδιο θα γίνει αν έχουν σοβαρές αναπνευστικές διαταραχές και σίγουρα αν είναι σε αναπνευστήρα. Η τακτική παρακολούθηση με μετρήσεις σακχάρου και οδηγίες απο εκπαιδευμένο Διαβητολόγο έχουν μείζονα σημασία στην έκβαση της νοσηλείας.