Διαφορετικές μελέτες στο παρελθόν εφιστούσαν την προσοχή για την υγεία των παιδιών που γεννιούνται με χαμηλό σωματικό βάρος, καθώς διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Μια νέα πρωτοποριακή μελέτη, που παρουσιάστηκε στην Εβδομάδα Ευρωπαϊκής Γαστρεντερολογίας (UEG), επισημαίνει ακόμα ένα μεταβολικό κίνδυνο γι’ αυτά τα παιδιά.
Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα διαπίστωσε μια συσχέτιση μεταξύ του βάρους γέννησης και της εμφάνισης της μη αλκοολικής λιπώδους ηπατικής νόσου, καθώς αυτά τα νεογνά κινδυνεύουν να αναπτύξουν τη νόσο τέσσερις φορές περισσότερο κατά την παιδική ηλικία, την εφηβεία ή την ενήλικη ζωή τους.
Για να διερευνήσει αυτή τη σύνδεση, μια ομάδα ερευνητών από τη Σουηδία χρησιμοποίησε πανεθνικά στοιχεία όλων των ατόμων ηλικίας 25 ετών και νεότερων, από τον Ιανουάριο του 1992 μέχρι τον Απρίλιο του 2017, τα οποία είχαν διαγνωστεί με τη μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος μέσω βιοψίας, καταλήγοντας συνολικά σε 165 περιπτώσεις.
Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις τους, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι τα άτομα που γεννήθηκαν με χαμηλό βάρος γέννησης -λιγότερο από 2,5 κιλά- παρουσίαζαν τέσσερις φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος σε σύγκριση με τα άτομα που γεννήθηκαν με φυσιολογικό βάρος. Τα άτομα, μάλιστα, που το βάρος γέννησής τους βρισκόταν κάτω από την 10η εκατοστιαία θέση βάρους είχαν επίσης πάνω από τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν τη μεταβολική νόσο νωρίς στη ζωή τους σε σύγκριση με τα άτομα με επαρκές βάρος.
Επιπλέον, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα με χαμηλό βάρος γέννησης συγκέντρωναν περίπου έξι φορές υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν πιο σοβαρά στάδια της ηπατικής νόσου, όπως με τη μορφή ηπατικής ίνωσης ή κίρρωσης.
«Ενώ προηγούμενες έρευνες έχουν αποδείξει τη σχέση μεταξύ του βάρους γέννησης και σημαντικών ασθενειών, όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις και το μεταβολικό σύνδρομο, η σχέση με τη μεταβολική δυσλειτουργία που σχετίζεται με ηπατική νόσο παρέμενε ασαφής. Η μελέτη μας παρέχει τώρα αδιάσειστα στοιχεία ότι οι αναπτυξιακοί παράγοντες του εμβρύου διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της δυσλειτουργίας που σχετίζεται με τη στεατική ηπατική νόσο» επισημαίνει ο Δρ Fahim Ebrahimi.
Η μη αλκοολική λιπώδης ηπατική νόσος έχει καταστεί η πιο συχνή αιτία χρόνιας ηπατικής νόσου παγκοσμίως, σε συνάρτηση και με την αύξηση της παχυσαρκίας. Μόνο στην Ευρώπη, εκτιμάται ότι επηρεάζει πάνω από το 25% των ενηλίκων, ενώ ο επιπολασμός της αυξάνεται μεταξύ των παχύσαρκων ή υπέρβαρων νέων. Έχει αναδειχθεί, επίσης, ως μία από τις ταχύτερα αυξανόμενες αιτίες ηπατικής νόσου τελικού σταδίου, πρωτοπαθούς καρκίνου του ήπατος και μεταμόσχευσης ήπατος.
«Θεωρείται αρκετά ανησυχητικό το γεγονός ότι τα άτομα που γεννιούνται με χαμηλό βάρος γέννησης αντιμετωπίζουν αυξημένο σχετικό κίνδυνο εμφάνισης της νόσου αυτής σε νεαρή ηλικία, καθώς η πρώιμη εμφάνιση της νόσου συχνά επιμένει στην ενήλικη ζωή και έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης κίρρωσης και ηπατικής νόσου τελικού σταδίου. Προχωρώντας προς τα εμπρός, είναι σημαντικό να αναπτύξουμε προληπτικές και αποτελεσματικές στρατηγικές, όπως ο έγκαιρος και στοχευμένος έλεγχος, για να εντοπίσουμε τα άτομα που διατρέχουν κίνδυνο και να συμβάλουμε στη μείωση του βάρους αυτής της νόσου», καταλήγει ο Δρ Ebrahimi.
Διαβάστε επίσης
Εγκυμοσύνη: Διατάσεις που ανακουφίζουν τους πόνους στην πλάτη και τα ισχία
Ο παράγοντας που τριπλασιάζει τον κίνδυνο διαβήτη στα παιδιά