Η έκθεση σε χημικές ουσίες που βρίσκονται σε σαμπουάν, παιχνίδια και στο παρκέ του δαπέδου μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο παχυσαρκίας, διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακών παθήσεων, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Η μελέτη, που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ενδοκρινολογίας, έδειξε ότι οι άνθρωποι με υψηλότερα επίπεδα φθαλικών ενώσεων στα ούρα τους είναι πιο πιθανό να είναι παχύσαρκοι ή διαβητικοί κι ότι έχουν επικίνδυνες ποσότητες λίπους στην κυκλοφορία του αίματος. Οι συμμετέχοντες στη μελέτη, μάλιστα, έδειξαν και σημάδια ηπατικής βλάβης, που μπορεί να είναι υπεύθυνα για μεταβολικές διαταραχές.
Οι φθαλικές ενώσεις είναι πρόσθετα που χρησιμοποιούνται κατά την κατασκευή πλαστικού και έχουν εντοπιστεί σε πολλά καθημερινά προϊόντα, όπως τα πλαστικά μπουκάλια και τα αρώματα. Οι ανησυχίες σχετικά με την ασφάλειά τους ολοένα και αυξάνονται, με τρεις φθαλικές ενώσεις να έχουν ήδη απαγορευθεί στα παιχνίδια που κατασκευάζονται στην ΕΕ.
Οι χημικές αυτές ουσίες έχουν συνδεθεί με τη στειρότητα, την παχυσαρκία και τις διάφορες αναπτυξιακές βλάβες, ωστόσο, οι περισσότερες σχετικές μελέτες έχουν πραγματοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό σε τρωκτικά.
Για να κατανοήσουν, λοιπόν, καλύτερα τον τρόπο που οι φθαλικές ενώσεις επηρεάζουν την ανθρώπινη υγεία, οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Novi Sad στη Σερβία μέτρησαν τα επίπεδα φθαλικών εστέρων στα ούρα 305 ατόμων. Τα επίπεδα αυτά συγκρίθηκαν με το σωματικό βάρος, τις διαγνώσεις για διαβήτη τύπου 2 και τους δείκτες διαταραγμένης ηπατικής λειτουργίας ή χαμηλού μεταβολισμού.
Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν ότι 66 από τους συμμετέχοντες είχαν το χημικό φθαλικό μονοαιθυλεστέρα (MEP) στα ούρα τους, ενώ 72 είχαν φθαλικό εστέρα της 2-αίθυλο-εξανόλης (MEHP). Οι παχύσαρκοι συμμετέχοντες είχαν υψηλότερα επίπεδα MEP, ασπαρτικής αμινοτρανσφεράσης (AST), αμινοτρανσφεράσης αλανίνης (ALT), αλλά και τριγλυκεριδίων στο αίμα τους, τα οποία σχετίζονται με καρδιαγγειακές παθήσεις.
Τα επίπεδα MEP και γ-γλουταμινικής τρανσφεράσης (GST) ήταν επίσης υψηλότερα στους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2. Σημειώνεται ότι τα AST, ALT και GGT είναι ένζυμα που απελευθερώνονται και αυξάνονται όταν το ήπαρ έχει υποστεί βλάβη και είναι δείκτες ηπατικής νόσου. Στην αντίπερα όχθη, τα αποτελέσματα αποκάλυψαν ότι οι συμμετέχοντες που είχαν υγιές βάρος είχαν χαμηλότερα επίπεδα MEP, MEHP και χοληστερόλης.
Η συγγραφέας της μελέτης, καθηγήτρια Milica Medi Stojanoska παραδέχθηκε ότι το δείγμα των συμμετεχόντων ήταν μικρό, τονίζοντας, ωστόσο, ότι τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι φθαλικές ενώσεις προκαλούν «τοξική βλάβη στο συκώτι» και αλλάζουν το μεταβολισμό αυξάνοντας τον κίνδυνο παχυσαρκίας και διαβήτη.
Η επιστημονική κοινότητα, πάντως, παραμένει καχύποπτη όσον αφορά στην εγκυρότητα των εν λόγω ευρημάτων, τονίζοντας ότι αυτά δεν παρέχουν ικανοποιητικές ενδείξεις για να υποστηρίξουν τα συμπεράσματα της έρευνας.