*Για το θέμα μιλάει ο Αθανάσιος Ράπτης, Αναπληρωτής Καθηγητής Παθολογίας-Σακχαρώδη Διαβήτη, ΕΚΠΑ, Β΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική-Μονάδα Ερευνας και Διαβητολογικό Κέντρο, ΠΓΝ «Αττικόν»
«Μάστιγα» ή «πανδημία» είναι οι συνήθεις χαρακτηρισμοί που αποδίδονται στον σακχαρώδη διαβήτη. Επί του παρόντος, το 9,3% του ενήλικου πληθυσμού παγκοσμίως ζει με τη μεταβολική ασθένεια. Τα εγχώρια επιδημιολογικά δεδομένα εναρμονίζονται με τα αυτά του παγκόσμιου επιπολασμού: ένας στους δέκα (11%) στην Ελλάδα νοσεί από σακχαρώδη διαβήτη, όπως προκύπτει από την πιο πρόσφατη σχετική μελέτη που εκπόνησαν από κοινού η Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία (ΕΔΕ) με το Εργαστήριο Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής του ΕΚΠΑ.
Παχυσαρκία, έλλειψη σωματικής δραστηριότητας και κάπνισμα συγκαταλέγονται στους σοβαρούς παράγοντες κινδύνου, πεδία στα οποία η Ελλάδα δείχνει να διαπρέπει. Στην έκθεση για την κατάσταση της υγείας στην Ε.Ε. του τέως αρμόδιου επιτρόπου Βιτένις Αντριουκαΐτις για το 2019, η Ελλάδα βρέθηκε στις πρώτες θέσεις παιδικής παχυσαρκίας και καπνιστών.
Γνωρίζοντας τον «εχθρό»
Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι ένα σύνδρομο με ετερογενές και πολυπαραγοντικό υπόστρωμα που χαρακτηρίζεται από διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, λιπών και πρωτεϊνών λόγω έλλειψης ινσουλίνης (η ινσουλίνη είναι ορμόνη που παράγεται στο πάγκρεας και παίζει πρωτεύοντα ρόλο στον μεταβολισμό των υδατανθράκων). Η έλλειψη μπορεί να είναι πλήρης, μερική ή σχετική.
Η πλήρης έλλειψη που αφορά τον τύπο 1 (5%-7% των ασθενών), αποτελεί αυτοάνοσο νόσημα όπου ο οργανισμός στρέφεται εναντίον των κυττάρων του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη. Αντιθέτως, στον σακχαρώδη διαβητη τύπου 2 (90% των περιστατικών) τα επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα μπορεί να είναι αυξημένα αλλά να μην έχουν καλή δράση στους περιφερικούς ιστούς όπως οι μύες και το λίπος (αντίσταση στην ινσουλίνη). Τέλος, ένα χαμηλό ποσοστό αφορούν ο διαβήτης κύησης και κάποιοι ειδικοί τύποι διαβήτη.
Η νόσος ωστόσο, μπορεί να εξελιχθεί ποικιλοτρόπως. Υπάρχουν άτομα με διαβήτη τύπου 1 σε νεαρή ηλικία που εμφανίζουν παχυσαρκία κατά την ενηλικίωση, αντίσταση στην ινσουλίνη και στοιχεία του μεταβολικού συνδρόμου, χαρακτηριστικά δηλαδή του διαβήτη τύπου 2. Σε άλλη περίπτωση, άτομα ηλικίας 30-50 ετών, λεπτόσωμα χωρίς κληρονομικό ιστορικό διαβήτη, μπορεί να παρουσιάσουν στην αρχή ήπια υπεργλυκαιμία και να υπάρξει πολύ γρήγορα εξέλιξη από τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 στον τύπο 1 (τύπος LADA). Αξιοσημείωτη είναι ακόμη η περίπτωση παιδιών 14-15 ετών με εκσεσημασμένη παχυσαρκία και εικόνα κλασικού σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, στα οποία ο έλεγχος έπειτα θα αποκαλύψει αντιπαγκρεατικά αυτοαντισώματα, δηλαδή αυτοάνοσο μηχανισμό όπως στον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1.
«Η γενετική προδιάθεση όπως και επίδραση του περιβάλλοντος διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην ποικιλομορφία της φαινοτυπικής έκφρασης της νόσου», εξηγεί ο κ. Ράπτης για τις κατηγορίες της νόσου που μπορεί να προκύψουν μελλοντικά, επισημαίνοντας ωστόσο τον βέβαιο και καθοριστικό ρόλο της παχυσαρκίας στην ανάπτυξη της νόσου. Σύμφωνα με την ΕΔΕ, ο κίνδυνος από τη σοβαρή παχυσαρκία (Δείκτης Μάζας Σώματος >40) σε γυναίκες και άνδρες είναι 93 και 42 φορές υψηλότερος αντίστοιχα. Παράλληλα το 80%-85% ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη είναι παχύσαρκα ή υπέρβαρα.
Σε προσυμπτωματικό έλεγχο για τη νόσο πρέπει να υποβληθούν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι με κάποιον επιπλέον παράγοντα όπως οικογενειακό ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη, ιστορικό υπέρτασης, καρδιαγγειακής νόσου, δυσλιπιδαιμίας, σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών ή καταστάσεις σχετικές με την αντίσταση στην ινσουλίνη (π.χ. μελανίζουσα ακάνθωση), καθώς και όλος ο ενήλικος πληθυσμός μετά τα 45 έτη, τα άτομα με προδιαβήτη, ιστορικό διαβήτη κύησης ή με τον ιό HIV.
Η αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα (υπεργλυκαιμία) αποτελεί την κύρια έκφραση της νόσου, με βασικά συμπτώματα την πολυουρία, την πολυδιψία, την πολυφαγία και σημαντική απώλεια βάρους. Ωστόσο, τα συμπτώματα μπορεί να απουσιάζουν ή να είναι ασαφή και, σε περιπτώσεις σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 η πάθηση ενδεχομένως να αποκαλυφθεί από τις επιπλοκές της.
Επικίνδυνες επιπλοκές
«Οταν ο σακχαρώδης διαβήτης είναι αρρύθμιστος υπάρχουν όργανα τα οποία υφίσταται βλάβη σε μορφή μικροαγγειακών και μακροαγγειακών επιπλοκών. Στις μικροαγγειακές υπάγονται η αμφιβληστροειδοπάθεια, η νεφροπάθεια και η νευροπάθεια ενώ μακροαγγειακή είναι η καρδιαγγειακή νόσος», αναφέρει ο κ. Ράπτης.
Για την αντιμετώπιση της νόσου πρωταρχικό ζήτημα είναι η ρύθμιση του σακχάρου του αίματος ώστε να προφυλαχθούν τα όργανα-στόχοι της ασθένειας. Στην περίπτωση διαβήτη τύπου 1 αυτό επιτυγχάνεται με χορήγηση ινσουλίνης ενώ στον τύπο 2 επιστρατεύονται φάρμακα με υπογλυκαιμική δράση αλλά και ευνοϊκά αποτελέσματα αναφορικά με τις καρδιαγγειακές και νεφρικές επιπλοκές.
Εκτός της ρύθμισης του σακχάρου, η πρόληψη για την αποφυγή μιας απευκταίας επιδείνωσης της νόσου περιλαμβάνει τον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης, της δυσλιπιδαιμίας και του σωματικού βάρους, τη διακοπή του καπνίσματος και τη συστηματική άσκηση, που θα πρέπει να κυμαίνεται σε μία συχνότητα τριών έως πέντε φορών την εβδομάδα, με τη διάρκεια και τον τύπο να ορίζει ο θεράπων ιατρός, σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ασθενούς.
Ο τακτικός έλεγχος μειώνει τον κίνδυνο επιπλοκών ωστόσο, ακόμη και αν παρουσιαστούν, τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη δεν πρέπει να παραμελούν την παρακολούθησή τους από τον αρμόδιο κατά περίπτωση ιατρό. Εν συντομία, όταν η νόσος προσβάλει τους νεφρούς, τους οφθαλμούς, το νευρικό ή το καρδιαγγειακό σύστημα, εκδηλώνονται κατ’ αντιστοιχία οι παρακάτω μακροχρόνιες επιπλοκές:
Νεφροπάθεια: Εμφανίζεται σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη και υπέρταση και μπορεί να διαγνωστεί με τον υπολογισμό της λευκωματίνης και κρεατινίνης στα ούρα. Ο έλεγχος για λευκωματινουουρία πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο από την αρχή της διάγνωσης με διαβήτη τύπου 2 ενώ στον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 πέντε χρόνια μετά τη διάγνωση. Η επιπλοκή εξελίσσεται αθόρυβα χωρίς συμπτώματα.
Αμφιβληστροειδοπάθεια: Η συχνότερη επιπλοκή. Η πραγματοποίηση της βυθοσκόπησης αναλόγως τον τύπο σακχαρώδους διαβήτη ακολουθεί το χρονοδιάγραμμα που προαναφέρθηκε για τον έλεγχο λευκωματινουουρίας, ενώ ο οφθαλμίατρος θα ορίσει τη συχνότητα των επισκέψεων. Η έγκαιρη διάγνωση της αμφιβληστροειδοπάθειας μειώνει τον κίνδυνο απώλειας της όρασης.
Νευροπάθεια: Αφορά συμπτώματα κυρίως στα κάτω άκρα με συνηθέστερη εμφάνιση την περιφερική νευροπάθεια όπου τα συμπτώματα περιλαμβάνουν τον πόνο που εντείνεται τη νύχτα, το μούδιασμα και την αλλοδυνία (αντίληψη ενός μη επώδυνου ερεθίσματος ως επώδυνο), που κάνει τους πάσχοντες να κοιμούνται με τα πόδια ακάλυπτα μην αντέχοντας την επαφή με το σεντόνι. Κύριο σύμπτωμα αποτελεί και η απώλεια αίσθησης αναφορικά με τον πόνο ή τη θερμοκρασία, η οποία και αυξάνει τον κίνδυνο μη αντιληπτών αλλά δυνητικά μοιραίων μικροτραυματισμών. Για τον λόγο αυτό επιβάλλεται η συστηματική φροντίδα της υγιεινής των ποδιών.
Καρδιαγγειακή νόσος: Η μακροαγγειοπάθεια οφείλεται στην προσβολή των καρωτίδων, των στεφανιαίων και εγκεφαλικών αρτηριών και των αρτηριών των κάτω άκρων και μπορεί να οδηγήσει σε καρδιαγγειακά συμβάματα όπως η στεφανιαία νόσος, το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και η περιφερική αρτηριακή νόσος. Ο κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου είναι υψηλός και μειώνει σημαντικά το προσδόκιμο επιβίωσης των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη.
Παγκόσμια Ημέρα
Το φετινό μήνυμα της Παγκόσμιας Ημέρας Διαβήτη (14 Νοεμβρίου) είναι το αίτημα για ευρύτερη και ευκολότερη πρόσβαση των ασθενών στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας καθώς και για μεγαλύτερες επενδύσεις στον τομέα της φροντίδα και πρόληψης, με την τελευταία να αποτελεί το κλειδί για την καλή εξέλιξη της νόσου. «Ο προληπτικός και συστηματικός έλεγχος των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη τους εξασφαλίζει μεγάλη προστασία πριν εμφανιστούν οι επιπλοκές αλλά, και αν εμφανιστούν, θα είναι στα πρώιμα στάδια οπότε μπορούμε να παρέμβουμε», εξηγεί ο κ. Αθανάσιος Ράπτης, Αναπληρωτής Καθηγητής Παθολογίας-Σακχαρώδη Διαβήτη, ΕΚΠΑ. Οι σοβαρές επιπλοκές του διαβήτη που πλήττουν το καρδιαγγειακό και νευρικό σύστημα, τους οφθαλμούς και τους νεφρούς, μπορούν να οδηγήσουν, μεταξύ άλλων, σε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, απώλεια της όρασης, ακρωτηριασμό των κάτω άκρων (μη τραυματικής αιτιολογίας) και καρδιαγγειακή νόσο, υπαίτια για τους περισσότερους από το 70% των θανάτων σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.ΠΑ
«Ρυθμίζοντας» μια αμφίδρομη σχέση
Ψυχική υγεία και σακχαρώδης διαβήτης είναι μια σχέση αμφίδρομη, όπως αναφέρει ο καθηγητής κ. Ράπτης, εξηγώντας πως άτομα με αρρύθμιστο σάκχαρο αναφέρουν συχνότερα στοιχεία ψυχολογικής επιβάρυνσης όπως κατάθλιψης, αγχώδους διαταραχής ή άλλων ψυχικών νόσων. Η κακή ψυχική κατάσταση μπορεί να αποδιοργανώσει την καθημερινότητα των πασχόντων αναφορικά με την αυτοφροντίδα τους, με ενδεικτικές συμπεριφορές την ασυνέπεια ως προς τακτική μέτρηση της γλυκόζης μέσα στην ημέρα, την κατανάλωση ακατάλληλων τροφίμων που σχετίζονται με υπεργλυκαιμία και αύξηση βάρους και την υιοθέτηση συνηθειών με αρνητικό πρόσημο όπως το κάπνισμα ή η υπερκατανάλωση αλκοόλ.
Εν αντιθέσει, η ρύθμισή του σακχάρου μπορεί να βελτιώσει την ψυχολογική διάθεση των διαβητικών, όπως επιβεβαίωσε μελέτη της ΕΔΕ σε συνεργασία με την Α’ Κλινική του Αιγινήτειου Νοσοκομείου.
Το θέμα δημοσιεύθηκε στο τεύχος ν.6 του περιοδικού ygeiamou που κυκλοφόρησε με το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ στις 31/10