Οταν ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Σανγκάης Victor Wenze Zhong ανέβηκε στο βήμα του συνεδρίου της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας στο Σικάγο, την περασμένη Δευτέρα, για να παρουσιάσει τα πορίσματα της έρευνάς του για τη διαλειμματική δίαιτα, γνώριζε ότι οι ανακοινώσεις του θα προκαλούσαν σεισμό, τουλάχιστον στις χώρες της Δύσης που παλεύουν με την «επιδημία» της παχυσαρκίας τα τελευταία χρόνια.
Η ανακοίνωσή του ήταν λιτή, αλλά γεμάτη ουσία: ανάλυση των διατροφικών συνηθειών περισσότερων από 20.000 ενηλίκων στις ΗΠΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα άτομα που περιόριζαν το φαγητό τους σε λιγότερο από 8 ώρες την ημέρα, ένα κλασικό και δημοφιλές μοντέλο διαλειμματικής νηστείας (16:8), είχαν περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από καρδιαγγειακά νοσήματα σε σύγκριση με τα άτομα που έτρωγαν εντός 12-16 ωρών ημερησίως. Η προκαταρκτική έρευνα παρουσιάστηκε στο πλαίσιο των Επιστημονικών Καρδιομεταβολικών Συνεδριών της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας με θέμα την Επιδημιολογία και την Πρόληψη μέσω του Τρόπου Ζωής (American Heart Association’s Epidemiology and Prevention Lifestyle and Cardiometabolic Scientific Sessions 2024) που πραγματοποιήθηκε στο Σικάγο, στις 18-21 Μαρτίου.
Τελικά, πόσο πρέπει να ανησυχήσουν για την υγεία τους όσοι ακολουθούν αυτό το διατροφικό μοντέλο;
Στο ερώτημα που έθεσε το «ΘΕΜΑ» στον δρα Zhong, καθηγητή του Πανεπιστημίου Jiao Tong της Σανγκάης, πήρε την εξής απάντηση: «Είναι πολύ νωρίς για να δώσουμε συγκεκριμένη σύσταση σχετικά με τη διαλειμματική νηστεία, με βάση τη μελέτη μας και μόνο. Τα ευρήματα της μελέτης μας εξακολουθούν να απαιτούν αναπαραγωγή και δεν μπορούμε με αυτή τη μελέτη παρατήρησης να αποδείξουμε ότι η 8ωρη διαλειμματική νηστεία προκαλεί καρδιαγγειακό θάνατο. Τα ευρήματα ενδέχεται να υπόκεινται και σε συγχυτική μεροληψία (των ερωτηθέντων). Ο μέσος όρος των διαιτητικών ανακλήσεων των δύο ημερών (που χρησιμοποιήθηκε) μπορεί να μην εκτιμά με ακρίβεια την τυπική διάρκεια διατροφής των ατόμων. Ωστόσο, η άσκηση διαλείπουσας νηστείας, ιδιαίτερα της 8ωρης μορφής της, για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως επί έτη, θα πρέπει να γίνεται με εξαιρετικά μεγάλη προσοχή, βάσει των ευρημάτων της μελέτης μας».
Παρά τους περιορισμούς της μελέτης που αναφέρει ο ίδιος ο καθηγητής και τους οποίους αναγνωρίζει και η επιστημονική κοινότητα, υπάρχουν εντούτοις ομάδες πληθυσμού που κινδυνεύουν περισσότερο από άλλες σε περίπτωση που ακολουθούν τη νηστεία 16:8; «Είναι σημαντικό για τους ανθρώπους, ιδίως για όσους έχουν ήδη καρδιαγγειακή νόσο ή καρκίνο, να γνωρίζουν τη θετική συσχέτιση μεταξύ του 8ωρου διατροφικού “παραθύρου” και του καρδιαγγειακού θανάτου», μας είπε ο δρ Zhong.
Με έμφαση στο περιεχόμενο
Να σημειώσουμε ακόμη ότι η έρευνα είναι σε αναμονή δημοσίευσης, ενώ ο ίδιος δήλωσε στο «ΘΕΜΑ» ότι προς το παρόν δεν γνωρίζει ποια επιστημονική επιθεώρηση θα αναλάβει τη δημοσίευση της έρευνας.
Ο δρ Zhong είναι καθηγητής του Τμήματος Επιδημιολογίας και Βιοστατιστικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Jiao Tong της Σανγκάης. Διεξάγει διεπιστημονική έρευνα στην Επιδημιολογία, στη Διατροφή, στην Ιατρική Πληροφορική και την Ομική Τεχνολογία (omic technologies), έναν νέο κλάδο των Βιοεπιστημών που αναπτύσσεται ραγδαία. Το διεπιστημονικό ερευνητικό του πρόγραμμα επικεντρώνεται στη διερεύνηση της αιτιολογίας, της εξέλιξης, της πρόληψης και της παρακολούθησης του διαβήτη και των καρδιαγγειακών παθήσεων.
Με αυτό το βιογραφικό, η έρευνά του -έστω και παρατήρησης- που καταλήγει στη διαπίστωση ότι είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για το καρδιαγγειακό σύστημα η διαλειμματική νηστεία σε ένα 8ωρο χρονικό «παράθυρο» ήταν αναμενόμενο να προκαλέσει μεγάλη ανησυχία, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα διατροφικό μοτίβο που έχει αρκετούς οπαδούς – ακόμη και στη χώρα μας. Η μελέτη παρατήρησης πραγματοποιήθηκε σε περισσότερους από 20.000 ενήλικες και οδήγησε στο συμπέρασμα ότι όσοι κατανάλωναν την τροφή τους σε ένα 8ωρο χρονικό «παράθυρο» είχαν 91% υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακά νοσήματα.
Τα άτομα με καρδιαγγειακές παθήσεις ή καρκίνο είχαν επίσης αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακού θανάτου. Επίσης, σε σύγκριση με ένα τυπικό πρόγραμμα διατροφής 12-16 ωρών την ημέρα, ο περιορισμός της πρόσληψης τροφής σε λιγότερο από 8 ώρες την ημέρα δεν συσχετίστηκε με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής.
Μεταξύ των ατόμων με υπάρχουσα καρδιαγγειακή νόσο, ο περιορισμός της διατροφής σε ένα χρονικό παράθυρο κάτω των δέκα ωρών ημερησίως συσχετίστηκε με 66% υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακή νόσο ή εγκεφαλικό επεισόδιο. Από την άλλη μεριά, η διατροφή σε ημερήσια διάρκεια άνω των 16 ωρών ημερησίως συσχετίστηκε με χαμηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας από καρκίνο, μεταξύ των ογκολογικών ασθενών. Oι ερευνητές επανεξέτασαν πληροφορίες σχετικά με τα διατροφικά πρότυπα για τους συμμετέχοντες στις ετήσιες εθνικές έρευνες για την υγεία και τη διατροφή στις ΗΠΑ, την περίοδο 2003-2018 (NHANES), και τις συνέκριναν με δεδομένα σχετικά με άτομα που πέθαναν στις ΗΠΑ, από το 2003 ως το 2019, από τη βάση δεδομένων του Εθνικού Δείκτη Θανάτου των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC).
Κίνδυνος εν όψει
Τα νέα δεδομένα κατάφεραν να στερήσουν, έστω και πρόσκαιρα, αρκετή από την αίγλη του δημοφιλούς διατροφικού μοτίβου της διαλειμματικής νηστείας, καθώς και να προβληματίσουν.
Πρόκειται, πάντως, για «μια δημοτικότητα που οφείλεται κυρίως στη σχετικά μικρή αποτελεσματικότητα της διαλειμματικής δίαιτας στην απώλεια βάρους», όπως επισημαίνει ο Ευθύμιος Καπάνταης, παθολόγος με εξειδίκευση στον σακχαρώδη διαβήτη, διευθυντής του Τμήματος Διαβήτη – Παχυσαρκίας – Μεταβολισμού στο Metropolitan Hospital και πρόεδρος της Ελληνικής Ιατρικής Εταιρείας Παχυσαρκίας.
Μαζί του θα συμφωνήσει και ο δρ Χάρης Δημοσθενόπουλος, κλινικός διαιτολόγος-βιολόγος, προϊστάμενος του Διαιτολογικού Τμήματος στο ΓΝΑ Λαϊκό, με ενεργή ενασχόληση με τον σακχαρώδη διαβήτη, ο οποίος επισημαίνει ότι η δημοτικότητα των διαφόρων τύπων διαλειμματικής νηστείας (π.χ., 16:8, 5:2) οφείλεται την τελευταία τριετία στην αποτελεσματικότητά τους στην απώλεια βάρους, αλλά και στη μείωση της αρτηριακής πίεσης. «Χρειάζονται ωστόσο πιο μεγάλες έρευνες και περισσότερα στοιχεία, όπως έχουμε, λόγου χάρη, για τη μεσογειακή διατροφή», συμπληρώνει ο δρ Δημοσθενόπουλος. «Η απώλεια βάρους με δίαιτες διαλειμματικής νηστείας βάσει μεγάλων δημοσιευμένων μελετών φαίνεται ότι είναι σχετικά μικρή, χωρίς ιδιαίτερη αξία για τα παχύσαρκα άτομα», τονίζει ο κ. Καπάνταης, ενώ είναι και δύσκολο να τις ακολουθήσει κάποιος για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς δεν είναι ιδιαίτερα φιλικές προς την καθημερινότητα και τους βιολογικούς μας ρυθμούς. Οι περισσότεροι δηλαδή συνηθίζουμε να καταναλώνουμε τα γεύματα της ημέρας από το πρωί στις 9 μέχρι το βράδυ στις 8-9 – στη χώρα μας ίσως και λίγο παραπάνω. «Πάντως στην περίπτωση του βραδινού φαγητού στην Ελλάδα μια έννοια διαλειμματικότητας δεν θα έβλαπτε!» παρατηρεί ο δρ Δημοσθενόπουλος.
Επιπρόσθετα, είναι αρκετά δύσκολο να ακολουθήσει κάποιος ένα μοντέλο διατροφής σε ένα χρονικό παράθυρο του τύπου 9 π.μ.-5 μ.μ., δηλαδή εντός του τυπικού εργασιακού οκταώρου. «Αυτό το 8ωρο δυσκολεύει τη ζωή αυτού που θα επιχειρήσει μια διαλειμματική νηστεία», εξηγεί ο κ. Καπάνταης, ο οποίος σε κάθε περίπτωση δεν συμφωνεί με την προσπάθεια επίλυσης ενός μακροχρόνιου προβλήματος, όπως η παχυσαρκία με βραχυχρόνιες μεθόδους μικρής αποτελεσματικότητας. «Το θέμα της απώλειας βάρους πρέπει να ρυθμίζεται διά βίου, δεν μπορούμε να δίνουμε οδηγίες για τρεις ή έξι μήνες, για ένα θέμα που απαιτεί ρύθμιση για μια ζωή», εξηγεί ο πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Παχυσαρκίας.
Η επιβάρυνση της καρδιάς
Επίσης, παρά τα μεθοδολογικά προβλήματα της μελέτης που θέτουν εν αμφιβόλω τα συμπεράσματά της, ο κ. Καπάνταης δεν φάνηκε να εκπλήσσεται από τη διαπίστωση ότι η μακροχρόνια τήρηση μιας διαλειμματικής μορφής διατροφής μπορεί να ζημιώσει το καρδιαγγειακό σύστημα και επιχειρεί να εξηγήσει με ποιον τρόπο μπορεί να προκύπτει αυτή η επιβάρυνση για την καρδιά.
Με απλά λόγια, στην περίπτωση της νηστείας για 16 ώρες, ο οργανισμός καλείται να σηκώσει το φορτίο της επεξεργασίας ενός μεγάλου όγκου τροφής σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κάτω των 8 ωρών. Υπό κανονικές συνθήκες, η μεταβολική δραστηριότητα (η κατεργασία της τροφής και η αποδόμησή της από τον οργανισμό) απαιτεί 4-5 ώρες για να ολοκληρωθεί έπειτα από κάθε γεύμα.
Εάν όμως το γεύμα είναι πολύ μεγάλο, προκειμένου να καταναλωθεί όλο εντός μικρού χρονικού διαστήματος, ο οργανισμός κοπιάζει πολύ περισσότερο. «Τι σημαίνει αυτό; Οτι παράγει πολύ περισσότερες ορμόνες και ένζυμα από το αναμενόμενο, μεταγευματικά. Αυξάνεται η έκκριση ινσουλίνης και γνωρίζουμε ότι η υπερινσουλιναιμία είναι η βασική διαταραχή της αθηροσκλήρωσης, εξ ου και η καρδιαγγειακή επιβάρυνση που παρατηρήθηκε στο πλαίσιο της μελέτης», παρατηρεί ο κ. Καπάνταης. Στην υπερέκκριση ινσουλίνης προστίθεται και η αυξημένη απορρόφηση τριγλυκεριδίων, ακόμη ενός παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου. «Επομένως, ο οργανισμός εκτίθεται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου που είναι αρτηριοσκληρωτικοί», εξηγεί ο κ. Καπάνταης.
Αμφιβολίες και περιορισμοί
Στους περιορισμούς της έρευνας, γιατί υπάρχουν πολλοί, είναι το γεγονός ότι πρόκειται για έρευνα παρατήρησης, αλλά και μικρής διάρκειας. «Η επεξεργασία των δεδομένων της πρόσφατης έρευνας για τη διαλειμματική νηστεία ήταν περισσότερο στατιστική παρά επιδημιολογική», καταγράφει ακόμη ένα μειονέκτημα της έρευνας ο δρ Δημοσθενόπουλος και επισημαίνει ότι δεν έχουν προσμετρηθεί σημαντικές παράμετροι των διατροφικών συνηθειών που ενδέχεται να επηρεάζουν το αποτέλεσμα, όπως η ψυχική διάθεση των συμμετεχόντων, τα δημογραφικά στοιχεία, αλλά και η ώρα της περιορισμένης κατανάλωσης τροφής. Εάν, λόγου χάρη, το χρονικό «παράθυρο» των οκτώ ωρών ήταν τις βραδινές ώρες, τότε οι επιπτώσεις στην υγεία των συμμετεχόντων θα ήτανμεγαλύτερες συγκριτικά με ένα «πρωινό παράθυρο», που είναι πολύ πιο επιθυμητό και συνιστάται από τους ειδικούς.
Τα στοιχεία που έχουμε ήδη στη διάθεσή μας αποκαλύπτουν ότι ένα «πρωινό παράθυρο» στην κατανάλωση τροφής (π.χ. 10 π.μ. -6 μ.μ.) είναι φιλικό με τον οργανισμό ως προς τη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, σύμφωνα με τον δρα Δημοσθενόπουλο. Γι’ αυτό και πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί προτού αποδεχθούμε την ανατροπή που κομίζει η νέα έρευνα για τη διαλειμματική νηστεία, δεδομένου ότι οι μελέτες που αφορούν την αποτελεσματικότητα αυτού του τύπου διατροφής παραμένουν περισσότερες συγκριτικά με τη μία ανατρεπτική και αμφιλεγόμενη, όπως φαίνεται, ανακοίνωση, σύμφωνα με τους ειδικούς.
Διαβάστε επίσης:
Απώλεια βάρους: Πόση σημασία έχει το timing των γευμάτων
Φαγητό με το ρολόι: Πόσο μας αδυνατίζει η διαλειμματική νηστεία – Έρευνα απαντά
Διαλειμματική Νηστεία: Πόσο αποτελεσματική και ασφαλής είναι η πιο δημοφιλής δίαιτα