Κανένας στατιστικός συσχετισμός δεν εντοπίστηκε μεταξύ των μητέρων με ιστορικό θνησιγένειας ή αποβολής και της πιθανότητας να αντιμετωπίσουν παρόμοιο κίνδυνο οι κόρες τους. Αυτό ισχυρίζονται ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Αμπερντίν στη Σκωτία σε δημοσίευση που έκαναν στο American Journal of Obstetrics and Gynecology.
Η ερευνητική ομάδα με επικεφαλής την Δρ. Andrea Woolner εξέτασε δεδομένα για περισσότερα από 26.000 ζευγάρια μητέρας-κόρης.
Προηγούμενα στοιχεία έχουν δείξει πως υπάρχει κληρονομικότητα όσον αφορά την ανεπάρκεια και δυσλειτουργία του πλακούντα που παρατηρείται στην περίπτωση της προεκλαμψίας. Η τρέχουσα μελέτη όμως δεν έδειξε κάποιο συσχετισμό μεταξύ του ιστορικού αποβολής ή θνησιγένειας της μητέρας με την πιθανή περίπτωση θνησιγένεια στην εγκυμοσύνη της κόρης.
Η Δρ. Andrea Woolner δήλωσε πως «Το αντικείμενο αυτής της μελέτης ήταν να εντοπίσει αν το ιστορικό θνησιγένειας στις μητέρες συσχετίζεται με τον αυξημένο κίνδυνο θνησιγένειας στις κόρες».
Οι ερευνητές της παρούσας μελέτης εντόπισαν πως 384 κόρες είχαν ιστορικό ενός ή περισσότερων περιστατικών θνησιγένειας.
«Από τις αναλύσεις μας δεν προκύπτει ενδεχόμενο αυξημένου κινδύνου στις κόρες των οποίων οι μητέρες είχαν ιστορικό αποβολών ή θνησιγένειας. Πρόκειται για την πρώτη παρατηρητική μελέτη που εξετάζει αν ο κίνδυνος θνησιγένειας είναι κληρονομικός από τη μητέρα στην κόρη».
«Η θνησιγένεια και η αποβολή είναι προφανώς ένα πολύ αρνητικό γεγονός για τα ζευγάρια και ενώ πολλές αιτίες παραμένουν ανεξήγητες ελπίζουμε πως μέσα από αυτή την έρευνα θα κατανοήσουμε περισσότερα και θα καταλήξουμε στις συμβουλές που θα πρέπει να δίνονται στα ζευγάρια».