Μετά τον πρώτο καταγεγραμμένο θάνατο αναισθησιολόγου από COVID-19 στις 12 Νοεμβρίου στη Μεγάλη Βρετανία, μία επανεξέταση των διαθέσιμων δεδομένων που δημοσιεύθηκε στο Anaesthesia δείχνει ότι, παραδόξως, παρά τη θεωρητικά αυξημένη έκθεση σε ασθενείς COVID-29 και διαδικασίες υψηλού κινδύνου, οι αναισθησιολόγοι και οι γιατροί των ΜΕΘ φαίνεται πως διατρέχουν χαμηλότερο κίνδυνο μόλυνσης από τον SARS-CoV-2 και ανάπτυξης COVID-19.
Η ανάλυση πραγματοποιήθηκε από τον καθηγητή Tim Cook του Πανεπιστημίου του Bristol και τον Δρ. Simon Lenanne έπειτα από τον θάνατο του 46χρονου αναισθησιολόγου Δρ. Krishnan Subramanian που εργαζόταν στο Νοσοκομείο Royal Derby.
Επανεξετάζοντας αναρίθμητες μελέτες, οι συγγραφείς αναφέρουν πως, γενικά, οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας που αντιμετωπίζουν καθημερινά ασθενείς διατρέχουν διπλάσιο έως και τετραπλάσιο αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης και βλαβών από την COVID-19, πράγμα το οποίο ισχύει και για τις οικογένειές τους. Δεν έχει γίνει σαφές, όμως, αν αυτός ο κίνδυνος ισχύει και στην περίπτωση θανάτου από COVID-19.
«Τρεις ξεχωριστές μελέτες από Oxford, Leicester και Birmingham που περιελάμβαναν περισσότερους από 20.000 εργαζόμενους στον τομέα της υγείας δείχνουν ότι οι αναισθησιολόγοι και οι γιατροί των ΜΕΘ διατρέχουν λιγότερο από τον μισό κίνδυνο μόλυνσης σε σύγκριση με τους γιατρούς που αντιμετωπίζουν ασθενείς COVID-19 στους θαλάμους. Επιπλέον, οι μελέτες αυτές βρήκαν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά της λοίμωξης τόσο στις νοσοκόμες της πρώτης γραμμής όσο και στο υπόλοιπο προσωπικό του νοσοκομείου συγκριτικά με τους αναισθησιολόγους και τους γιατρούς των ΜΕΘ», αναφέρουν οι συγγραφείς και συμπληρώνουν:
«Σε μία σκωτσέζικη μελέτη για τη νοσηλεία υγειονομικών στα νοσοκομεία, η εργασία σε ΜΕΘ σχετίστηκε και εδώ με σχεδόν μισό κίνδυνο από ό,τι η εργασία σε θέσεις πρώτης επαφής με τον ασθενή. Ακόμα, τα μέλη της οικογένειας των εργαζομένων της πρώτης γραμμής διέτρεχαν υψηλότερο κίνδυνο εισαγωγής στο νοσοκομείο σε σχέση με τις οικογένειες των εργαζομένων σε ΜΕΘ».
Οι συγγραφείς διενήργησαν, επίσης, μία ανάλυση για να εξετάσουν αν οι θάνατοι αναισθησιολόγων ήταν λιγότεροι από ό,τι αναμενόταν μεταξύ του γενικού πληθυσμού και των υγειονομικών. Χρησιμοποιώντας επίσημα εθνικά δεδομένα και τη δική τους βάση σχετικά με τους θανάτους υγειονομικών, οι επιστήμονες συνέκριναν τον εκτιμώμενο και τον παρατηρούμενο αριθμό θανάτων στους αναισθησιολόγους και γιατρούς ΜΕΘ στη Μεγάλη Βρετανία με διάφορες άλλες ομάδες ιατρών.
Οι συνολικοί θάνατοι στους αναισθησιολόγους και τους γιατρούς σε ΜΕΘ ήταν δυσανάλογα χαμηλοί και αντιστοιχούσαν σε λιγότερο από το 1/4 των εκτιμώμενων θανάτων βάσει του αριθμού των ανθρώπων που εργάζονται σε αυτή την ειδικότητα. Ενδεικτικά, ο εκτιμώμενος αριθμός θανάτων στους αναισθησιολόγους, βάσει της αντιπροσώπευσης της ειδικότητας στο σύνολο των γιατρών, και των θανάτων λόγω COVID-19 στον γενικό πληθυσμό ήταν αρκετές φορές υψηλότερος από τον ένα και μοναδικό θάνατο που έχει καταγραφεί έως τώρα.
«Η ανάλυση αυτή υποδεικνύει ότι, ανεξάρτητα από την ομάδα σύγκρισης που χρησιμοποιήθηκε, οι θάνατοι αναισθησιολόγων και γιατρών σε ΜΕΘ ήταν σημαντικά χαμηλότεροι από το αναμενόμενο και σίγουρα όχι πολλοί, όπως ίσως θα πίστευε κάποιος», σχολιάζουν οι ειδικοί.
Οι επιστήμονες έχουν διάφορες πιθανές εξηγήσεις για τον χαμηλό αυτό κίνδυνο που παρατηρήθηκε. Κάποιες αφορούν στον καλύτερο ατομικό προστατευτικό εξοπλισμό ή την καλύτερη χρήση του, την εργασία σε καλά αεριζόμενο περιβάλλον, την πιθανότητα οι ασθενείς που εισάγονται σε ΜΕΘ να είναι λιγότερο μεταδοτικοί από όσους βρίσκονται στις απλές κλίνες, αλλά και το ότι οι διαδικασίες υψηλού κινδύνου όπως η διασωλήνωση ενός ασθενούς δεν είναι τόσο επικίνδυνες όσο θεωρείται.
«Η ανάλυση υπογραμμίζει τόσο τη σχετική ασφάλεια των αναισθησιολόγων και των γιατρών των ΜΕΘ από τον επαγγελματικό κίνδυνο που επιφέρει ο SARS-CoV-2 όσο και τον αυξημένο κίνδυνο των άλλων εργαζομένων σε απλά δωμάτια νοσοκομείων, τόσο σε κλινικούς όσο και σε μη κλινικούς ρόλους», προσθέτουν οι συγγραφείς και καταλήγουν:
«Πιστεύουμε ότι όσοι δουλεύουν στους τομείς της αναισθησιολογίας και των ΜΕΘ θα πρέπει να συνεχίσουν τις τρέχουσες πρακτικές προκειμένου να διατηρήσουν την προσωπική τους ασφάλεια και την ασφάλεια του εργασιακού τους περιβάλλοντος. Η πιο ενδιαφέρουσα ερώτηση, όμως, είναι αν κάποιες από τις διαδικασίες που φαίνεται πως κρατούν ασφαλείς τους αναισθησιολόγους και τους γιατρούς των ΜΕΘ, όπως το υψηλό επίπεδο προστατευτικών αναπνευστήρων, πρέπει να επεκταθούν στη γενική πρακτική και στις απλές κλίνες όπου οι υπόλοιποι υγειονομικοί υπάλληλοι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο».
Διαβάστε επίσης
Κορωνοϊός – Ασθενείς: Ποιοι έχουν τριπλάσιες πιθανότητες να νοσηλευθούν σε ΜΕΘ
Κορωνοϊός – Θεραπεία: Μελέτη αποκαλύπτει το αδύναμο σημείο του Sars-CoV-2