Αξιοποιώντας δεδομένα από μία έρευνα της δεκαετίας του 1990, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Bristol εξέτασαν αν και πώς η προσωπικότητα και ο τρόπος σκέψης της μητέρας μπορεί να επηρεάζει τα παιδιά και την εξέλιξή τους.
Πρόκειται για τη μελέτη που είναι ανάμεσα στις πρώτες που συνδέει την προγεννητική θεώρηση των γονέων με τις μαθηματικές και επιστημονικές ικανότητες των παιδιών κατά τη σχολική τους περίοδο.
Μέσο αξιολόγησης ήταν το κατά πόσο η μητέρα θεωρούσε πως μέσα από τις πράξεις της είναι ικανή να επιφέρει αλλαγές στη ζωή της ή αν έτεινε να αφήνει τα πράγματα στην τύχη πιστεύοντας πως ό,τι συμβαίνει είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένο.
Οι ερευνητές εξέτασαν τη «θετικότητα» 1.600 εγκύων κατά τη δεκαετία του 1990 μέσα από τις απαντήσεις που έδωσαν σε ερωτηματολόγια αντίστοιχης μελέτης. Ακολούθως εξέτασαν την ικανότητα των παιδιών στα μαθηματικά και τις επιστήμες όταν αυτά έφτασαν στις ηλικίες 8, 11 και 13 ετών με ειδικά τεστ βασισμένα στη σχολική ύλη.
Τα πρώτα ευρήματα αποκάλυψαν ότι οι μητέρες που είχαν θετική σκέψη πριν γεννήσουν ήταν πιο πιθανό να αποκτήσουν ένα παιδί που είναι καλό στα μαθηματικά και στις επιστήμες. Επιπλέον, οι «αισιόδοξες» μητέρες ήταν πιο πιθανό να παρέχουν διατροφή στα παιδιά τους που βοηθά στην εγκεφαλική ανάπτυξη, να τους διαβάζουν πιο συχνά ιστορίες και να δείχνουν ενδιαφέρον για τις σχολικές εργασίες των παιδιών και την ακαδημαϊκή τους πορεία.
H επικεφαλής της έρευνας καθηγήτρια Επιδημιολογίας Jean Golding OBE εξηγεί ότι «είναι ευρύτερα γνωστό ότι η θετική σκέψη ενός παιδιού συνδέεται με τα ακαδημαϊκά του επιτεύγματα αλλά μέχρι τώρα δεν γνωρίζαμε πως και ο μητρικός τρόπος σκέψης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης θα μπορούσε να επηρεάσει το παιδί κατά την παιδική του ηλικία. Χάρη στα διαχρονικά δεδομένα μπορούμε να κάνουμε τις συνδέσεις.
«Αν τα ευρήματά μας, ότι το σκεπτικό και η συμπεριφορά της μητέρας μπορεί να επηρεάσει τις μαθησιακές ικανότητες του παιδιού επαναληφθούν, τότε θα πρέπει να αυξηθούν οι ευκαιρίες για τις μέλλουσες μητέρες να νιώθουν καλά και η θετική τους διάθεση και σκέψη να έχει αποτελέσματα για τις ίδιες αλλά και για τα παιδιά τους. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δημιουργήσει μελλοντικές γενιές με πιο υγιή, αισιόδοξα και ανεξάρτητα παιδιά».
«Τα επόμενα βήματα στον τομέα της ψυχολογίας για τους ερευνητές θα είναι να επαναλάβουν αυτή την έρευνα σε διεθνές επίπεδο για να δουν αν θα καταλήξουν στα ίδια συμπεράσματα. Θα μπορούσε να γίνει επίσης μία μελέτη η οποία θα εξετάζει αν η ενθάρρυνση προς τις γυναίκες να γίνουν πιο αισιόδοξες θα βελτιώσει την ακαδημαϊκή εξέλιξη των παιδιών,» καταλήγει η Δρ. Golding.