Ένα στα πέντε παιδιά εκτιμάται ότι μπορεί να υποφέρει από άγχος και κατάθλιψη ήδη από το σχολείο. Ωστόσο πρόκειται για καταστάσεις που δύσκολα ανιχνεύονται επειδή χαρακτηρίζονται από εσωτερικευμένη συμπεριφορά του παιδιού, αναφέρονται δηλαδή σε εσωτερικές συναισθηματικές καταστάσεις που βιώνει ο μαθητής και τις οποίες σπάνια οι γονείς, οι δάσκαλοι, ακόμα και οι γιατροί καταφέρνουν να εντοπίσουν.
Οι ειδικοί υπερτονίζουν τη σημασία του ζητήματος, επισημαίνοντας πως αν μια τέτοια κατάσταση δεν λάβει την κατάλληλη θεραπεία, τα παιδιά που πάσχουν από εσωτερικευμένες διαταραχές διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο χρήσης ουσιών ακόμη και αυτοκτονίας στη διάρκεια της ζωής τους.
«Η έκταση του προβλήματος δημιουργεί την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας τεχνολογίας, η οποία θα αναγνωρίζει έγκαιρα τέτοιου είδους συμπτώματα, ώστε τα παιδιά να λαμβάνουν την φροντίδα που χρειάζονται», αναφέρει ο Ryan McGinnis, μηχανικός βιοϊατρικής στο Πανεπιστήμιο του Βερμόντ.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. McGinnis συνεργάστηκε με την Ellen McGinnis, κλινική ψυχολόγο στο ίδιο πανεπιστήμιο και άλλους ειδικούς, ώστε να αναπτύξουν ένα εργαλείο που θα συμβάλλει στην παρακολούθηση των παιδιών για εσωτερικευμένες διαταραχές, με στόχο να διαγνωσθούν όσο το δυνατόν νωρίτερα και να αντιμετωπιστούν ανάλογα.
Σύμφωνα με την εργασία που δημοσιεύθηκε στο PLOS ONE, η ομάδα χρησιμοποίησε ένα «πείραμα πρόκλησης ψυχικών διαθέσεων», μια κοινή ερευνητική μέθοδο, σχεδιασμένη για να προκαλεί συγκεκριμένες συμπεριφορές και συναισθήματα όπως το άγχος.
Οι ερευνητές εξέτασαν συνολικά 63 παιδιά, μερικά από τα οποία είχαν ήδη διαγνωσθεί με εσωτερικευμένες διαταραχές. Το πείραμα περιελάμβανε μία κατάσταση πρόκλησης επίκτητης εναλλαγής συναισθημάτων για τα παιδιά, με συναισθήματα όπως η προσμονή, ο φόβος και τελικά η ανακούφιση.
Υπό κανονικές συνθήκες, εκπαιδευμένοι ερευνητές θα παρακολουθούσαν ένα βίντεο του πειράματος και θα αξιολογούσαν τη συμπεριφορά και την ομιλία του παιδιού για να διαγνώσουν εσωτερικευμένες διαταραχές. Σε αυτή την εργασία, όμως, η ομάδα χρησιμοποίησε έναν wearable αισθητήρα κίνησης για να παρακολουθήσει την κίνηση των παιδιών και έναν αλγόριθμο για να την αναλύσει. Μετά την επεξεργασία των δεδομένων που παρείχε ο αισθητήρας, ο αλγόριθμος εντόπισε διαφορές στον τρόπο που κινήθηκαν τα παιδιά, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν τελικά για τη διάγνωσή τους, εντοπίζοντας όσα παρουσίαζαν συμπτώματα εσωτερικευμένων διαταραχών με ακρίβεια 81%, ποσοστό μακράν καλύτερο από αυτό που πετυχαίνει ένα συνηθισμένο ερωτηματολόγιο.
Το πλεονέκτημα της τεχνολογίας αυτής είναι ότι μπορεί να ερμηνεύσει μια συμπεριφορά ή μία κίνηση πολύ πιο γρήγορα, σε σχέση με έναν άνθρωπο. Ο αλγόριθμος χρειάζεται δεδομένα μόλις 20 δευτερολέπτων για να βγάλει ένα συμπέρασμα, πράγμα το οποίο δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εισαγωγή της τεχνολογίας στην ιατρική καθημερινότητα, με στόχο την εξέταση, τη διάγνωση και τελικά την παροχή περαιτέρω ψυχολογικής βοήθεια στα παιδιά που τη χρειάζονται.
«Τα παιδιά με αγχώδεις διαταραχές χρειάζονται αυξημένη ψυχολογική φροντίδα και παρέμβαση. Η εργασία μας υποδεικνύει ότι αυτή η ενορχηστρωμένη εργασία πρόκλησης διαθέσεων μπορεί να βοηθήσει να αναγνωρίζουμε αυτά τα παιδιά και να τους παράσχουμε τις υπηρεσίες που έχουν ανάγκη», τονίζει η κ. McGinnis και καταλήγει: «Το επόμενο βήμα είναι να βελτιώσουμε τον αλγόριθμο και να δημιουργήσουμε κι άλλες πειραματικές διαδικασίες για την ανάλυση των φωνητικών δεδομένων και άλλων πληροφοριών που θα επιτρέψουν στην τεχνολογία αυτή να διακρίνει το άγχος και την κατάθλιψη. Ο απώτερος σκοπός είναι να αναπτυχθεί μια δέσμη αξιολογήσεων που θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί στα σχολεία ή από τους γιατρούς για να παρακολουθεί τα παιδιά στο πλαίσιο της καθημερινότητάς τους».