Μερικές ημέρες μετά το έντονο περιστατικό μεταξύ τους, η λεκτική επίθεση του αθλητή του τένις, Στέφανου Τσιτσιπά προς τον πατέρα και προπονητή του κατά τη διάρκεια ενός αγώνα του πρώτου εξακολουθεί να απασχολεί την επικαιρότητα και την κοινή γνώμη. Η ένταση του πρωταθλητή δείχνει να έχει διχάσει όσους έγιναν μάρτυρες του περιστατικού μέσω του οπτικοακουστικού υλικού που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο, με ορισμένους να κρίνουν αυστηρά τη συμπεριφορά του τενίστα και άλλους να εντοπίζουν στοιχεία που θα μπορούσαν να δικαιολογούν τη συμπεριφορά του.
Τη δική της, επιστημονική ματιά για το περιστατικό θέλησε να δώσει η ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια, Λίζα Βάρβογλη, μέσα από τη σχετική τοποθέτησή της στον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook. Η ειδικός εκφράζει τη διαφωνία της με όσους έσπευσαν να υπερασπιστούν τον αθλητή και κάνει λόγο για προσωπική ευθύνη ενός ενήλικου πλέον παιδιού.
Στη δημοσίευσή της αναφέρει συγκεκριμένα:
«Είπα να μη σχολιάσω την κάκιστη συμπεριφορά του Τσιτσιπά. Είδα όμως σχόλιο συναδέλφου που δικαιολογούσε «το καημένο το παιδί», που δεν θα έπρεπε οι γονείς του να είναι προπονητές, αλλά μόνο γονείς.
Ας ξεκινήσω από τα βαρύγδουπα «πρέπει» και «δεν πρέπει». Κατά κανόνα, οι περισσότεροι γονείς παίρνουν αποφάσεις με γνώμονα τι είναι καλό για το παιδί τους. Γονείς εκπαιδευτικοί αποφασίζουν να έχουν ή να μην έχουν το παιδί τους στην τάξη τους. Γονείς που έχουν μια καλά αναπτυγμένη δεξιότητα αποφασίζουν να τη διδάξουν ή να εκπαιδεύσουν το παιδί τους, ανάλογα με το παιδί. Άλλοι πάλι γονείς δεν το κάνουν.
Σεβαστά και τα δυο. Γιατί, σε κάθε περίπτωση, ο γονιός κρίνει με βάση πολλούς παράγοντες τι είναι καλό για το ΔΙΚΟ του παιδί. Και κάθε γονιός οφείλει να είναι προπονητής ζωής του παιδιού του, όπως εξηγώ διεξοδικά και βάσει επιστημονικών δεδομένων στην σειρά βιβλίων μου για ανατροφή παιδιών, «Καταπληκτική Μαμά».
Στην περίπτωση του Τσιτσιπά, μερικά χρυσά μετάλλια και μερικά εκατομμύρια ευρώ αργότερα, μάλλον καλά έπραξαν οι γονείς του. Ας μη βιαζόμαστε να κρίνουμε και να πετάμε τσιτάτα «ή γονείς ή προπονητής» ή να δηλώνουμε σαρωτικά ότι και τα δυο δε γίνονται. Όλα γίνονται. Το επιχείρημα ότι ο γονιός που επίσης προπονεί το παιδί του το αγαπάει με όρους και βάσει των επιδόσεών του είναι ανυπόστατο και αδιανόητο. Όποιος έχει παιδιά, ξέρει από πρώτο χέρι ότι τα αγαπάμε άνευ όρων και ορίων, αλλά ταυτόχρονα τα ωθούμε να έχουν καλύτερη συμπεριφορά, υψηλότερες επιδόσεις και τα ωθούμε να γίνουν ο καλύτερος δυνατός τους εαυτός.
Οι όροι και τα όρια δε μπαίνουν στην αγάπη του γονιού προς το παιδί. Μπαίνουν, όμως, από τους γονείς στη συμπεριφορά του παιδιού. Και όταν το «παιδί» είναι ενήλικας, τότε ευθύνεται ο ίδιος για τη συμπεριφορά του. Από τη στιγμή που ένας άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι κουβαλάει προβλήματα ή τραύματα που του έχουν προκαλέσει οι γονείς του, από εκείνη τη στιγμή αναλαμβάνει τη δική του ευθύνη να τα διορθώσει. Για να είναι ο ίδιος καλά. Όσο για τα βρισίδια τη στιγμή της ήττας, προς τους γονείς ή προς οποιονδήποτε άλλον, αυτό δείχνει έλλειψη αυτορρύθμισης. Και καλών τρόπων. Που μπορεί ο γονιός να δίδαξε, αλλά το παιδί δεν έμαθε ποτέ. Γιατί δε φτάνει να επενδύει κανείς αποκλειστικά στην επαγγελματική του εξέλιξη και να παίρνει πτυχία, μετάλλια ή άλλες επαγγελματικές διακρίσεις. Χρειάζεται, επίσης, να επενδύει στην προσωπική του εξέλιξη και να είναι σωστός άνθρωπος. Και το καλό παράδειγμα για τους γύρω του».
Αθλητές Ολυμπιακών Αγώνων μόλις 11 ετών – Ποιο είναι το τίμημα της επιτυχίας
Η ενσυναίσθηση στην παιδική και εφηβική ηλικία αποτελεί εφόδιο για όλη τη ζωή