Ένας δεσμός αγάπης με τους γονείς στην πρώιμη φάση της ζωής ενός παιδιού αυξάνει σημαντικά την τάση του να επιδεικνύει κοινωνική συμπεριφορά και να ενεργεί με καλοσύνη και ενσυναίσθηση προς τους άλλους, αποκαλύπτει νέα έρευνα, που δημοσιεύεται στο International Journal of Behavioral Development.
Ο δρ. Ιωάννης Κατσαντώνης και ο δρ. Ros McLellan, από το Τμήμα Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου του Cambridge χρησιμοποίησαν τα δεδομένα 10.700 συμμετεχόντων από τη μελέτη Millennium, η οποία παρακολούθησε την ανάπτυξη μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων που γεννήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο μεταξύ 2000 και 2002, με στόχο να κατανοήσουν τη μακροπρόθεσμη επίδραση της σχέσης ενός παιδιού με τους γονείς του στη μετέπειτα κοινωνικότητα και ψυχική του υγεία. Τα δεδομένα περιείχαν πληροφορίες σχετικά με την κοινωνικότητα, την «εσωτερίκευση» των συμπτωμάτων ψυχικής υγείας (όπως η κατάθλιψη και το άγχος) και τα εξωτερικευμένα συμπτώματα (όπως η επιθετικότητα). Σε δεύτερο επίπεδο, αξιοποιήθηκαν δεδομένα αναφορικά με τις σχέσεις των συμμετεχόντων με τους γονείς τους στην ηλικία των 3 ετών και το κατά πόσο αυτές χαρακτηρίζονταν από «κακομεταχείριση» (σωματική και λεκτική κακοποίηση) ή συναισθηματική σύγκρουση και «εγγύτητα» (ζεστασιά, ασφάλεια και φροντίδα). Άλλοι δυνητικοί παράγοντες επιρροής, όπως το εθνικό υπόβαθρο και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση, λήφθηκαν επίσης υπόψη.
Στη συνέχεια, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια πολύπλοκη μορφή στατιστικής ανάλυσης, για να διαπιστώσουν κατά πόσο τα συμπτώματα ψυχικής υγείας και οι προκοινωνικές κλίσεις των συμμετεχόντων φαινόταν να εκφράζουν σταθερά «χαρακτηριστικά» προσωπικότητας σε κάθε στάδιο της ανάπτυξής τους.
Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συμμετέχοντες που είχαν βιώσει ζεστές και στοργικές σχέσεις με τους γονείς τους στην πρώιμη φάση της ζωής τους έτειναν να εμφανίζουν πιο κοινωνικά επιθυμητές συμπεριφορές όπως η καλοσύνη, η ενσυναίσθηση, η εξυπηρετικότητα, η γενναιοδωρία και ο εθελοντισμός στη μετέπειτα ζωή τους, ενώ χαρακτηρίζονταν, κατά κανόνα, από λιγότερα προβλήματα ψυχικής υγείας κατά την πρώιμη παιδική ηλικία και την εφηβεία.
Αντίθετα, τα παιδιά των οποίων οι πρώιμες γονικές σχέσεις ήταν συναισθηματικά τεταμένες ή καταχρηστικές, ήταν λιγότερο πιθανό να αναπτύξουν προκοινωνικές συνήθειες με την πάροδο του χρόνου.
Η μελέτη διερεύνησε επίσης κατά πόσο η ψυχική υγεία και η προκοινωνική συμπεριφορά είναι σταθερά «χαρακτηριστικά» στους νέους και πόσο κυμαίνονται ανάλογα με περιστάσεις, όπως αλλαγές στο σχολείο ή τις προσωπικές σχέσεις. Αξιολογήθηκαν τόσο η ψυχική υγεία, όσο και η προκοινωνικότητα στις ηλικίες των 5, 7, 11, 14 και 17 ετών, προκειμένου οι ερευνητές να αποκτήσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της δυναμικής που διαμορφώνει αυτά τα χαρακτηριστικά και του τρόπου με τον οποίο αλληλεπιδρούν.
«Η ανάλυσή μας έδειξε ότι, μετά από μια ορισμένη ηλικία, τείνουμε να είμαστε ψυχικά είτε καλά, είτε όχι κι έχουμε ένα εύλογα σταθερό επίπεδο ανθεκτικότητας. Η προκοινωνικότητα ποικίλλει περισσότερο και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ανάλογα με το περιβάλλον μας. Μεγάλη επιρροή φαίνεται να ασκεί η πρώιμη σχέση με τους γονείς. Ως παιδιά, εσωτερικεύουμε εκείνες τις πτυχές που χαρακτηρίζονται από συναίσθημα, φροντίδα και ζεστασιά. Αυτό επηρεάζει τη μελλοντική μας διάθεση να είμαστε ευγενικοί και εξυπηρετικοί προς τους άλλους», δήλωσε ο δρ. Κατσαντώνης, διδακτορικός ερευνητής με ειδίκευση στην ψυχολογία και την εκπαίδευση.
Ο ίδιος υποστήριξε ότι τα ευρήματα υπογραμμίζουν τη σημασία της καλλιέργειας ισχυρών πρώιμων σχέσεων μεταξύ γονέων και παιδιών, κάτι που ήδη θεωρείται κρίσιμο για την υποστήριξη της υγιούς ανάπτυξης των παιδιών.
«Έχει τεράστια σημασία το πόσο χρόνο μπορούν να περνούν οι γονείς με τα παιδιά τους και να ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τα συναισθήματά τους νωρίς στη ζωή. Κάποιοι μπορεί να χρειάζονται βοήθεια για να μάθουν πώς να το κάνουν αυτό. Έχει σημασία να τους δίνουμε χρόνο. Η εγγύτητα αναπτύσσεται μόνο με το χρόνο και οι γονείς που ζουν ή εργάζονται σε αγχωτικές και περιορισμένες συνθήκες, συχνά δυσκολεύονται. Οι πολιτικές που αντιμετωπίζουν αυτό, σε οποιοδήποτε επίπεδο, θα έχουν πολλά οφέλη, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης της ψυχικής ανθεκτικότητας των παιδιών και της ικανότητάς τους να ενεργούν θετικά προς τους άλλους αργότερα στη ζωή τους», κατέληξε ο ειδικός.
Διαβάστε ακόμη:
Μελέτη: Οι φωνές στα παιδιά μπορεί να είναι εξίσου επιβλαβείς με τη σεξουαλική ή σωματική κακοποίηση
Γονείς: Μιλάτε «μωρουδίστικα» στα μωρά; Πώς αυτό αποκαλύπτει τον κίνδυνο αυτισμού
Γιατί δεν πρέπει να διαβάζετε τα παιδιά σας