Σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα κατέληξε νέα μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Missouri, αποκαλύπτοντας ότι υπάρχει ένας παράγοντας ψυχικής υγείας, ικανός να επηρεάσει την επικοινωνία μεταξύ μητέρας και παιδιού, αλλά και τη μετέπειτα ομαλή ανάπτυξη του παιδιού. Ειδικότερα, η ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον Nicholas Smith, επίκουρο καθηγητή στο MU School of Health Professions διαπίστωσε ότι οι μητέρες που αντιμετωπίζουν καταθλιπτικά συμπτώματα τείνουν να χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να ανταποκριθούν σε μια συνομιλία με το παιδί τους, συγκριτικά με όσες δεν εμφανίζουν τέτοιου είδους διαταραχές ψυχικής υγείας. Τα νέα επιστημονικά ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο Infant and Child Development.
Στο πλαίσιο της διαχρονικής μελέτης που διεξήγαγαν, οι ερευνητές άκουσαν ηχογραφήσεις περισσότερων από 100 οικογενειών, που συμμετείχαν στο πρόγραμμα Early Head Start, ένα ομοσπονδιακό πρόγραμμα παιδικής ανάπτυξης για παιδιά, των οποίων το οικογενειακό εισόδημα είναι ίσο ή χαμηλότερο με το ομοσπονδιακό όριο της φτώχειας. Τα παιδιά που συμμετείχαν εξετάστηκαν σε δύο διαφορετικές περιόδους, όταν ήταν σε ηλικία 14 και 36 μηνών αντίστοιχα. Ορισμένες από τις μητέρες που συμμετείχαν στην έρευνα είχαν διαγνωστεί με κατάθλιψη. Η ομάδα μελέτης συνέκρινε τον χρόνο απόκρισης ερωταπαντήσεων σε έναν διάλογο μεταξύ μητέρας και παιδιού, διαπιστώνοντας ότι οι μητέρες που έπασχαν από κατάθλιψη χρειάζονταν περισσότερο χρόνο να ανταποκριθούν σε έναν διάλογο με το παιδί τους.
«Οι μητέρες και τα παιδιά είναι συγχρονισμένα. Τα παιδιά που ανταποκρίνονταν πιο αργά στη μητέρα τους είχαν συχνά μητέρες που ανταποκρίνονταν πιο αργά στο παιδί και, αντίστοιχα, τα παιδιά που ανταποκρίνονταν πιο γρήγορα στη μητέρα είχαν μητέρες που ανταποκρίνονταν πιο γρήγορα στο παιδί. Το σημαντικό νέο εύρημα ήταν ότι οι μαμάδες που παρουσίαζαν καταθλιπτικά συμπτώματα χρειάζονταν περισσότερο χρόνο να ανταποκριθούν στο παιδί τους σε σύγκριση με τις μαμάδες που δεν παρουσίαζαν ανάλογες ενδείξεις κατάθλιψης», δήλωσαν οι ερευνητές.
«Διαπιστώσαμε ότι το χρονικό κενό μεταξύ των απαντήσεων στην επικοινωνία μητέρας – παιδιού παρουσιάζει γενικά μείωση καθώς το παιδί μεγαλώνει. Καταλήξαμε, επίσης, στο συμπέρασμα ότι ο χρόνος της μητέρας έτεινε να προβλέπει το χρόνο του παιδιού και το αντίστροφο», συμπλήρωσε ο Smith.
Στόχος της ερευνητικής ομάδας είναι να μελετήσει εκ νέου τους ίδιους συμμετέχοντες μελλοντικά, ώστε να προσδιοριστεί εάν ο πιο αργός χρόνος απόκρισης έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη γλωσσική ανάπτυξη, το λεξιλόγιο ή τις ακαδημαϊκές επιδόσεις των παιδιών.
«Επιδιώκουμε να κατανοήσουμε καλύτερα πώς λειτουργεί η αλληλεπίδραση μητέρας – παιδιού, καθώς και ποιοι είναι οι υποκείμενοι μηχανισμοί που την επηρεάζουν», εξηγεί ο Smith. «Αφού προσδιορίσουμε ποιοι παράγοντες οδηγούν σε επιτυχημένα αναπτυξιακά αποτελέσματα και ποιοι ενδέχεται να επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη, μπορούμε να εντοπίσουμε καλύτερα ποια παιδιά αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο ανεπαρκούς ανάπτυξης και να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες παρεμβάσεις, ώστε να αναστείλουμε αυτό τον κίνδυνο».
Διαβάστε ακόμη:
Παππούς-Γιαγιά: Η γλυκιά κίνηση που κρύβει κινδύνους για το παιδί
Γονείς: Μιλάτε «μωρουδίστικα» στα μωρά; Πώς αυτό αποκαλύπτει τον κίνδυνο αυτισμού
Γονείς: Πόσα κερδίζει το μωρό σας όταν του διαβάζετε βιβλία