Νέα ευρήματα μιας 45ετούς μελέτης που δημοσιεύθηκε στο Psychological Science αποκαλύπτουν ότι οι ικανότητες και τα ενδιαφέροντα των εφήβων μπορούν σε μεγάλο βαθμό να προβλέψουν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία και την επιτυχία που θα έχουν στον τομέα αυτό.
Στη μελέτη αυτή, που πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του Vanderbilt’s Peabody College, αξιολογήθηκαν 700 πνευματικά προικισμένοι έφηβοι σε διάφορους τομείς ενδιαφέροντος αλλά και με μια ψυχολογική εκτίμηση, με τα αποτελέσματα να δείχνουν ότι τα χαρακτηριστικά αυτά αποτελούσαν ισχυρούς προγνωστικούς δείκτες για την υπεροχή που θα τους χαρακτήριζε σε διάφορους επαγγελματικούς τομείς στην ηλικία των 50 ετών.
Τα αποτελέσματα, που δημοσιεύονται στην Psychological Science, δείχνουν ότι οι γονείς θα πρέπει να γνωρίζουν τις μοναδικές αξίες και τα ενδιαφέροντα των παιδιών τους όπως και τα πνευματικά τους ταλέντα.
«Οι άνθρωποι καταφεύγουν σε στερεότυπα όπως λόγου χάρη ότι εάν ένα παιδί έχει έφεση στα μαθηματικά, θα γίνει επιστήμονας. Αυτό που δείχνουμε εμείς, όμως, είναι ότι πρέπει να ενθαρρύνουμε τα παιδιά να ασχολούνται όχι μόνο με αυτά στα οποία έχουν ταλέντο, αλλά και με εκείνα για τα οποία έχουν πάθος», δήλωσε ο David Lubinski, διευθυντής της μελέτης Study of Mathematically Precocious Youth (SMPY) στο Vondrabilt’s Peabody College για την εκπαίδευση και την ανθρώπινη ανάπτυξη.
Μεταξύ του συνόλου των ταλαντούχων παιδιών της μελέτης, το 12% ήταν επιφανή στους τομείς τους, όπως οι CEO της Fortune 500, οι καθηγητές σε ερευνητικά πανεπιστήμια, ένας νικητής του βραβείου Pulitzer, διακεκριμένοι δικαστές και δικηγόροι και βραβευμένοι δημοσιογράφοι.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα ενδιαφέροντα, οι προτιμήσεις και οι αξίες των συμμετεχόντων, οι οποίες είναι ήδη παρούσες και μετρήσιμες στην ηλικία των 13 ετών, όταν σταθμίστηκαν και συνδυάστηκαν με αποτελέσματα SAT (τεστ για την είσοδο των μαθητών στα περισσότερα πανεπιστήμια της Αμερικής), προέβλεψαν με ακρίβεια το είδος της σταδιοδρομίας που θα ακολουθούσαν οι έφηβοι.
«Πρόκειται για την πρώτη μελέτη που δείχνει ότι διαφορετικοί τύποι υπεροχής μπορούν να προβλεφθούν ήδη από την ηλικία των 13 ετών, συνδυάζοντας πληροφορίες για το πρότυπο των ικανοτήτων και των ενδιαφερόντων, για ένα χρονικό διάστημα 35 ετών», σχολίασε σχετικά ο Δρ. Lubinski.
Σχετικά με τη μελέτη
Η αρχική κατηγοριοποίηση των συμμετεχόντων στους προικισμένους έφηβους έγινε αφού βρέθηκαν στα κορυφαία σκορ του τεστ SAT στη ηλικία των 13 ετών. Μετά από 35 χρόνια, η ομάδα Vanderbilt συνέκρινε τα επιτεύγματα της σταδιοδρομίας των συμμετεχόντων με τα μαθηματικά και τα λεκτικά αποτελέσματα SAT, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα από το ερωτηματολόγιο «Μελέτη των αξιών» (SOV), ένα ψυχολογικό εργαλείο που έχει σχεδιαστεί για να μετράει τις προσωπικές προτιμήσεις των ερωτηθέντων σε έξι τύπους αξιών: θεωρητική, οικονομική, αισθητική, κοινωνική, πολιτική και θρησκευτική.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι λίγο περισσότερο από το 12% των εξαιρετικά επιτυχημένων συμμετεχόντων, όσοι αξιολογούσαν εξίσου τις προσδοκίες της σταδιοδρομίας τους με τη διανόηση και τις αξίες, είχαν πραγματική υπεροχή σε τρεις ξεχωριστές κατηγορίες:
- STEM (επιστήμη, τεχνολογία, μηχανική, μαθηματικά)
- Ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες (ιστορία, δημοσιογραφία, τέχνη)
- Άλλα (ιατρική, νομική, επιχειρήσεις)
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες που κατατάχθηκαν υψηλότερα στον μαθηματικό/επιστημονικό συνδυασμό ικανοτήτων και ενδιαφερόντων έτειναν να διακρίνονται στους τομείς STEM και εκείνοι με κορυφαίες βαθμολογίες στον λεκτικό/ανθρωπιστικό συνδυασμό ήταν πιο πιθανό να επιτύχουν στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Οι θεωρητικές, οικονομικές, αισθητικές, κοινωνικές, πολιτικές και θρησκευτικές προτιμήσεις των συμμετεχόντων παρείχαν ενδείξεις για το συγκεκριμένο είδος σταδιοδρομίας που κατά πάσα πιθανότητα θα ακολουθούσαν και αποκτούσαν υπεροχή, σύμφωνα με τον Brian O. Bernstein, ερευνητή και συγγραφέα της μελέτης.
Στο πλαίσιο της μελέτης, τέλος, οι ερευνητές διεξήγαγαν μια εποικοδομητική αναπαραγωγή της διαδικασίας με 605 κορυφαίους μεταπτυχιακούς φοιτητές STEM, οι οποίοι αξιολογήθηκαν ομοίως στην ηλικία των 25 ετών (λίγο μετά την είσοδό τους στο μεταπτυχιακό) και ξανά ύστερα από 25 χρόνια. Η εξέταση αυτή παρουσίασε τα ίδια ευρήματα, υποστηρίζοντας το αρχικό συμπέρασμα της μελέτης.