Ένα παλιό εμβόλιο κατά της φυματίωσης ρίχνεται στη μάχη κατά του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2. Στη πολυκεντρική μελέτη, που θα γίνει σε επαγγελματίες υγείας και ηλικιωμένους, λαμβάνει μέρος και το ΕΚΠΑ.
Σύμφωνα με το επιστημονικό περιοδικό Science, ερευνητές σε τέσσερις χώρες ανακοίνωσαν ότι σύντομα θα ξεκινήσουν κλινική δοκιμή μιας ανορθόδοξης προσέγγισης προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον κορωνοϊό. Θα δοκιμάσουν αν ένα παλιό εμβόλιο, ηλικίας 100 ετών, που αναπτύχθηκε επιτυχώς κατά της φυματίωσης, μπορεί να «αναζωογονήσει» το ανοσοποιητικό σύστημα επιτρέποντάς του να καταπολεμήσει καλύτερα τον ιό που προκαλεί τη νόσο COVID-19 και ίσως να αποτρέψει τη μόλυνση ευθύς εξαρχής.
Το εμβόλιο θα χορηγηθεί σε γιατρούς και νοσηλευτές, οι οποίοι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να μολυνθούν συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό, και στους ηλικιωμένους, οι οποίοι διατρέχουν επίσης μεγαλύτερο κίνδυνο σοβαρής νόσησης εάν μολυνθούν.
Αυτή την εβδομάδα, ομάδα ειδικών στην Ολλανδία θα ξεκινήσει την πρώτη κλινική δοκιμή του αντιφυματικού εμβολίου (κατά του βάκιλλου Calmette-Guérin – BCG) σε δείγμα 1.000 επαγγελματιών υγείας σε 8 ολλανδικά νοσοκομεία. Οι μισοί συμμετέχοντες θα λάβουν το εμβόλιο και οι άλλοι μισοί όχι.
Το εμβόλιο περιέχει ένα ζωντανό, εξασθενημένο στέλεχος του Mycobacterium bovis, ενός ξαδέλφου του μυκοβακτηρίου της φυματίωσης, του μικροβίου που προκαλεί τη φυματίωση. Το εμβόλιο πήρε το όνομα του BCG από τους Γάλλους μικροβιολόγους Albert Calmette και Camille Guérin, οι οποίοι το ανέπτυξαν στις αρχές του 20ού αιώνα. Χορηγείται σε παιδιά το πρώτο έτος ζωής τους στις περισσότερες χώρες του κόσμου και είναι ασφαλές και φθηνό. Αποτρέπει περίπου το 60% των περιπτώσεων φυματίωσης στα παιδιά κατά μέσο όρο, με μεγάλες διαφορές μεταξύ των χωρών.
Τα εμβόλια γενικά προκαλούν στοχευμένες ανοσοαποκρίσεις σ’ ένα παθογόνο, όπως τα αντισώματα που δεσμεύουν και εξουδετερώνουν έναν τύπο ιού αλλά όχι όλους. Αλλά το εμβόλιο BCG μπορεί επίσης να αυξήσει την ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να καταπολεμήσει άλλους παθογόνους παράγοντες εκτός από το βακτήριο της φυματίωσης, σύμφωνα με κλινικές και μελέτες παρατήρησης που έχουν δημοσιευθεί εδώ και αρκετές δεκαετίες από τους Δανούς ερευνητές Peter Aaby και Christine Stabell Benn.
Οι δύο ειδικοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το εμβόλιο προλαμβάνει περίπου το 30% των λοιμώξεων από οποιοδήποτε γνωστό παθογόνο, συμπεριλαμβανομένων των ιών, κατά το πρώτο έτος μετά την χορήγησή του. Ωστόσο, οι μελέτες που δημοσιεύθηκαν επί του θέματος έχουν επικριθεί για τη μεθοδολογία τους. Μια ανασκόπηση του 2014 με εντολή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το εμβόλιο BCG φαίνεται να μειώνει τη συνολική θνησιμότητα στα παιδιά, αλλά αξιολόγησε την εμπιστοσύνη στα ευρήματα ως «πολύ χαμηλά». Μια ανασκόπηση του 2016 ήταν λίγο πιο θετική όσον αφορά τα πιθανά οφέλη του, ενώ υπογράμμισε και την αναγκαιότητα τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών.
Έκτοτε, τα κλινικά δεδομένα έχουν ενισχυθεί και αρκετές επιστημονικές ομάδες έχουν κάνει σημαντικά βήματα διερευνώντας πώς το εμβόλιο BCG μπορεί γενικά να ενισχύσει το ανοσοποιητικό σύστημα. Ο Mihai Netea, ειδικός Μολυσματικών Νόσων στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Radboud, ανακάλυψε ότι το εμβόλιο αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ανοσία.
Όταν ένας παθογόνος οργανισμός εισέρχεται στο σώμα, τα λευκά αιμοσφαίρια του ανοσοποιητικού συστήματος του επιτίθενται πρώτα, αντιμετωπίζοντας έως και το 99% των λοιμώξεων. Εάν αυτά τα κύτταρα αποτύχουν, καλούν σε βοήθεια το «προσαρμοστικό» ανοσοποιητικό σύστημα και τα Τ-κύτταρα και Β-κύτταρα που παράγουν αντισώματα αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται για να συμμετάσχουν στον αγώνα. Το στοιχείο-κλειδί για αυτό είναι ότι ορισμένα Τ-κύτταρα ή αντισώματα είναι εξειδικευμένα ως προς τον παθογόνο μικροοργανισμό. Και η παρουσία τους ενισχύεται περισσότερο. Μόλις εξαλειφθεί το παθογόνο, ένα μικρό μέρος αυτών των εξειδικευμένων κυττάρων μετασχηματίζεται σε κύτταρα μνήμης που επιταχύνουν την παραγωγή κυττάρων Τ και Β, την επόμενη φορά που επιτίθενται στον οργανισμό οι ίδιες παθογόνες ουσίες. Τα εμβόλια βασίζονται σε αυτόν τον μηχανισμό ανοσίας.
Το «έμφυτο» ανοσοποιητικό σύστημα, που αποτελείται από λευκά αιμοσφαίρια όπως μακροφάγα, κύτταρα φυσικοί φονείς και ουδετερόφιλα, υποτίθεται ότι δεν έχει τέτοια μνήμη. Όμως, η επιστημονική ομάδα του Δρ. Mihai Netea, από το Τμήμα Εσωτερικής Παθολογίας και Ιατρικής του Κέντρου Μολυσματικών Νόσων του Πανεπιστημιακού Ιατρικού Κέντρου Radboud, ανακάλυψε ότι το BCG, το οποίο μπορεί να παραμείνει ζωντανό στο ανθρώπινο δέρμα για αρκετούς μήνες, ενεργοποιεί όχι μόνο τα εξειδικευμένα Β και Τ -κύτταρα για το μυκοβακτήριο, αλλά επίσης διεγείρει τα έμφυτα αιμοποιητικά κύτταρα για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. «Εκπαιδευμένη ανοσία», το αποκαλεί αυτό ο Δρ. Netea και οι συνεργάτες του. Σε μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2018, ο ερευνητής έδειξε ότι ο εμβολιασμός έναντι του BCG προστατεύει από την πειραματική μόλυνση με μια εξασθενημένη μορφή του ιού του κίτρινου πυρετού, που χρησιμοποιείται ως εμβόλιο.
Μαζί με τον καθηγητή Παθολογίας-Λοιμωξιολογίας κ.Ευάγγελο Γιαμαρέλλο-Μπουρμπούλη, από την Ιατρική Σχολή του Πανεπισττημίου της Αθήνας, ο Δρ. Νετέα εκπονεί ήδη μελέτη στην Ελλάδα για να διαπιστώσει εάν το εμβόλιο ΒCG μπορεί να αυξήσει την αντοχή σε λοιμώξεις, γενικά, σε ηλικιωμένους. Παρόμοια μελέτη θα ξεκινήσει άμεσα και στις Κάτω Χώρες.
«Η μελέτη σχεδιάστηκε πριν εμφανιστεί ο νέος κορωνοϊός, αλλά η πανδημία μπορεί να αποκαλύψει τα ευρύτερα αποτελέσματα του εμβολίου BCG με μεγαλύτερη σαφήνεια», λέει ο Δρ. Netea.
Για τη μελέτη στους επαγγελματίες υγείας, ο Ολλανδός επιστήμονας συνεργάζεται με τον Επιδημιολόγο-Μικροβιολόγο Marc Bonten του Πανεπιστημιακού Ερευνητικού Κέντρου της Ουτρέχτης. «Υπάρχει ενδιαφέρον να συμμετάσχουν”, μεταξύ των εργαζομένων, λέει ο Δρ. Bonten.
Αν και η μελέτη είναι τυχαιοποιημένη, οι συμμετέχοντες θα ξέρουν αν έχουν λάβει το εμβόλιο αντί για εικονικό εμβόλιο. Άλλωστε το BCG προκαλεί συνήθως μια φλύκταινα στο σημείο της έγχυσης που μπορεί να παραμείνει για μήνες, προκαλώντας ουλή.
Παράλληλα, ερευνητική ομάδα στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης στην Αυστραλία εκπονεί επίσης μελέτη για το εμβόλιο BCG μεταξύ των εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης χρησιμοποιώντας το ίδιο ακριβώς πρωτόκολλο. Μια άλλη ερευνητική ομάδα στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ θα κάνει μια παρόμοια μελέτη σε ηλικιωμένους. Και μια ομάδα στο Ινστιτούτο Max Planck στη Γερμανία την περασμένη εβδομάδα ανακοίνωσε ότι – εμπνευσμένη από το έργο του Δρ. Netea, θα ξεκινήσει μια παρόμοια δοκιμή σε ηλικιωμένους και υγειονομικούς υπαλλήλους με VPM1002, μιας γενετικά τροποποιημένης εκδοχής του BCG που δεν έχει ακόμη εγκριθεί για χρήση κατά της φυματίωσης.
Η Eleanor Fish, Ανοσολόγος στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, λέει ότι το εμβόλιο πιθανότατα δεν θα εξαλείψει εντελώς τις λοιμώξεις από τον νέο κορωνοϊό, αλλά είναι πιθανό να μειώσει την επίδρασή του στον οργανισμό του ασθενή.