Η υπέρταση ή η υψηλή αρτηριακή πίεση επηρεάζει έναν στους πέντε ενήλικες σε όλο τον κόσμο και μπορεί να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία. Προηγούμενες μελέτες έχουν αναφέρει συσχέτιση μεταξύ της πάθησης και κορτικοειδών που λαμβάνονται από το στόμα παρόλο που τα στοιχεία δεν κατέληξαν σε αποδείξεις.
Η εν λόγω μελέτη περιελάμβανε περισσότερους από 71.000 ασθενείς στην Αγγλία και εξέτασε τη σχέση μεταξύ δόσεων γλυκοκορτικοειδών από το στόμα και υπέρτασης, σε ασθενείς με χρόνιες φλεγμονώδεις ασθένειες (μεταξύ 1998 και 2017). Οι πιο κοινές υποκείμενες ασθένειες ήταν η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου (35%) και η ρευματοειδής αρθρίτιδα (28%). Αυτό, λοιπόν, που βρήκαν είναι ότι όταν οι ασθενείς έφταναν σε υψηλές σωρευτικά δόσεις, τα ποσοστά υπέρτασης αυξάνονταν αναλογικά.
Οι συγγραφείς της μελέτης συστήνουν οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης να παρακολουθούν στενά την αρτηριακή πίεση σε ασθενείς που λαμβάνουν συστηματικά από του στόματος κορτικοειδή.
Υπενθυμίζεται ότι, τα κορτικοειδή είναι μία τάξη χημικών ενώσεων που περιλαμβάνει τις στεροειδείς ορμόνες που παράγονται με φυσικό τρόπο στον φλοιό των επινεφριδίων του ανθρώπου και γενικά των σπονδυλωτών, καθώς και ανάλογες αυτών των ορμονών που παρασκευάζονται συνθετικά σε εργαστήρια.
Τα κορτικοστεροειδή (όπως επίσης ονομάζονται) εμπλέκονται σε ένα ευρύ φάσμα φυσιολογικών διεργασιών, όπως την απόκριση στο στρες, στο ανοσοποιητικό σύστημα και στη ρύθμιση των φλεγμονών, τον μεταβολισμό των υδατανθράκων, τον καταβολισμό των πρωτεϊνών, τη ρύθμιση των επιπέδων των ηλεκτρολυτών στο αίμα και τη συμπεριφορά. Χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Τα γλυκοκορτικοειδή, όπως η κορτιζόλη, ελέγχουν τον μεταβολισμό των υδατανθράκων, των λιπών και των πρωτεϊνών, ενώ ασκούν αντιφλεγμονώδη δράση αποτρέποντας την απελευθέρωση φωσφολιπιδίων, μειώνοντας τη δράση των ηωσινόφιλων.
Τα αλατοκορτικοειδή, όπως η αλδοστερόνη, ελέγχουν τα επίπεδα των ηλεκτρολυτών και του νερού, κυρίως προκαλώντας την κατακράτηση νατρίου στα νεφρά. Ορισμένες κοινές φυσικές κορτικοειδείς ορμόνες είναι η κορτικοστερόνη, η κορτιζόνη και η αλδοστερόνη.