Είναι ήδη γνωστό ότι στις γυναίκες με πολύ πυκνούς μαστούς η μαστογραφία δεν είναι ικανή να δώσει σαφή εικόνα για την κλινική κατάσταση των μαστών και την ανίχνευση τυχόν καρκίνου. Επίσης, δεν είναι σαφές αν η μαγνητική τομογραφία (MRI) μπορεί να είναι αποτελεσματικότερη στον εντοπισμό κακοηθειών που η μαστογραφία αδυνατεί να αναδείξει.
Μια νέα μελέτη Ολλανδών ερευνητών, έρχεται τώρα να δείξει ότι όταν η μαγνητική τομογραφία πραγματοποιείται στα μεσοδιαστήματα των προγραμματισμένων μαστογραφικών ελέγχων, οι γυναίκες έχουν σχεδόν τις μισές πιθανότητες να διαγνωσθούν με τον «ενδιάμεσο» καρκίνο, δηλαδή αυτόν που εντοπίζεται στο ενδιάμεσο της περιόδου ελέγχου.
Η έρευνα διαπιστώνει, ωστόσο, ότι οι μαγνητικές τομογραφίες συντελούν και σε μεγαλύτερο αριθμό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων σε σύγκριση με τη μαστογραφία, σύμφωνα με τη σχετική δημοσίευση στο New England Journal of Medicine.
«Πρέπει πάντα εξισορροπούμε τα θετικά και τα αρνητικά, καθώς μια εξέταση MRI κοστίζει περισσότερο και συνεπάγεται την έγχυση σκιαγραφικής ουσίας. Επιπλέον, η MRI μπορεί να εντοπίσει ανωμαλίες που στη συνέχεια θα αποδειχθεί ότι δεν είναι καρκίνος του μαστού, αλλά και καρκίνους που αναπτύσσονται τόσο αργά που δύσκολα θα προκαλέσουν προβλήματα υγείας, με αποτέλεσμα να υποβάλλονται οι ασθενείς σε περιττές θεραπείες», αναφέρει η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και καθηγήτρια Κλινικής Επιδημιολογίας του Καρκίνου στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστήμιου της Ουτρέχτης, Carla van Gils.
Στην πολυκεντρική τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή έλαβαν μέρος περισσότερες από 40.000 γυναίκες, ηλικίας από 50 έως 75 ετών. Όλες οι συμμετέχουσες είχαν εξαιρετικά μεγάλης πυκνότητας μαστούς και υποβλήθηκαν σε τυπικό έλεγχο μέσω μαστογραφίας. Λίγες περισσότερες από 8.000 κλήθηκαν να κάνουν και μαγνητική τομογραφία στο χρόνο που μεσολαβούσε των μαστογραφιών.
Οι ερευνητές λοιπόν διαπίστωσαν ότι το ποσοστό ενδιάμεσου καρκίνου ήταν 2,5/1.000 ελέγχους στην ομάδα της MRI, συγκριτικά με 5/10.000 στην ομάδα της μαστογραφίας. Επιπλέον, το ποσοστό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων στην ομάδα MRI ήταν σχεδόν 80/1.000 εξετάσεις, ενώ σε προηγούμενη αντίστοιχη έρευνα, το ποσοστό των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων στην ομάδα της μαστογραφίας ήταν 24/1.000.
Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, η μελέτη αυτή αποτελεί ένα σημαντικό πρώτο βήμα για να αποδειχθεί ότι ο συμπληρωματικός έλεγχος με MRI είναι σημαντικός, αλλά υπάρχουν ακόμα πολλές ερωτήσεις που πρέπει να απαντηθούν. Για το λόγο αυτό, οι ερευνητές αυτή τη στιγμή πραγματοποιούν μελέτη χρησιμοποιώντας μαθηματικά μοντέλα που θα τους βοηθήσουν να προβλέψουν τα μακροπρόθεσμα οφέλη της εξέτασης MRI.
«Είναι πολύ σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι οι γυναίκες στην υψηλότερη κατηγορία πυκνότητας μαστών αντιμετωπίζουν δύο προβλήματα: έχουν περισσότερες πιθανότητες τόσο να αναπτύξουν καρκίνο του μαστού όσο και αυτός να μη διαγνωσθεί στη μαστογραφία», τόνισε αναφερόμενος στη μελέτη ο Δρ. Richard Wender, επικεφαλής καρκινικού ελέγχου στην Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία.