Οι πάσχοντες από ημικρανία που δεν μπορούν να ανακουφιστούν από τα υπάρχοντα φάρμακα, ενδέχεται να έχουν σύντομα μία νέα θεραπευτική επιλογή στη διάθεσή τους. Mελέτη που πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή σχεδόν 1.700 ασθενών, διαπίστωσε πως η ubrogerpant είχε καλύτερη δράση συγκριτικά με τα εικονικά φάρμακα (placebo) κατορθώνοντας να αμβλύνει τον πόνο της ημικρανίας. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο Journal of the American Medical Association.
Η εν λόγω φαρμακευτική αγωγή δεν έχει ακόμα εγκριθεί από τον αμερικανικό FDA, αλλά ανήκει σε μία νέα κατηγορία φαρμάκων που ονομάζονται αναστολείς CGRP, οι οποίοι κυκλοφόρησαν πέρσι.
H CGRP είναι μία πρωτεΐνη που απελευθερώνεται από το τρίδυμο νεύρο κατά τη διάρκεια της ημικρανίας. Πιστεύεται πως παίζει κομβικό ρόλο στην πρόκληση ημικρανίας, εξήγησε ο επικεφαλής ερευνητής Δρ. Richard Lipton.
Και οι τρεις εγκεκριμένοι αναστολείς CGRP είναι ενέσιμα φάρμακα που χρησιμοποιούνται τακτικά για την πρόληψη της ημικρανίας.
Η διαφορά του νέου σκευάσματος έγκειται στο ότι αντιμετωπίζει τις ημικρανίες εν εξελίξει. Στη νέα μελέτη η δραστική ουσία φάνηκε πιο αποτελεσματική από το placebo στην ανακούφιση του πόνου και των άλλων συμπτωμάτων της ημικρανίας όπως η ναυτία και η ευαισθησία στο φως και τους δυνατούς θορύβους.
Στο 22% των ασθενών που έλαβαν το φάρμακο για τη θεραπεία της ημικρανίας ο πόνος είχε αμβλυνθεί εντός δύο ωρών, συγκριτικά με το 14% από την ομάδα του εικονικού φαρμάκου.
Σύμφωνα με τον Δρ. Lipton, το νέο φάρμακο θα μπορούσε να κάνει «μεγάλη διαφορά» για ορισμένους ασθενείς με ημικρανία.
Πρόκειται για άτομα που δεν ανακουφίζονται από τις τρέχουσες θεραπείες και εκείνοι που δεν μπορούν να λάβουν τα φάρμακα εξαιτίας παρενεργειών ή ανησυχιών για την ασφάλεια, δήλωσε ο Δρ. Lipton.
Η νέα κατηγορία φαρμάκων (gepants) λειτουργεί μέσω ενός «καινοτόμου μηχανισμού», εξηγεί ο Δρ. Lipton, πράγμα που σημαίνει ότι ενδέχεται να βοηθήσουν ορισμένους ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στις τριπτάνες την επικρατούσα αυτή τη στιγμή φαρμακευτική αγωγή για την ημικρανία.
«Εξακολουθούν να υπάρχουν ερωτήματα. Η τελευταία δοκιμή έλεγξε τις επιδράσεις μόνο μίας θεραπείας και δεν γνωρίζουμε πόσο σταθερές θα είναι οι αποκρίσεις των ασθενών με την πάροδο του χρόνου» τόνισε η Δρ. Rachel Colman. Η μακροπρόθεσμη ασφάλεια και οι παρενέργειες είναι επίσης άγνωστες, ωστόσο μέχρι στιγμής τα δεδομένα ανεκτικότητας είναι θετικά», πρόσθεσε η Δρ. Colman.
H ναυτία ήταν η παρενέργεια που αναφέρθηκε συχνότερα από τους συμμετέχοντες στη μελέτη και επηρέαζε το 2% των ασθενών εντός δύο ημερών από τη λήψη του φαρμάκου.