Η διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD) και άλλες διαταραχές άγχους συνδέονται με επακόλουθο κίνδυνο λοιμώξεων απειλητικών για τη ζωή, όπως η μηνιγγίτιδα και η σηψαιμία, σύμφωνα με μία μεγάλη σουηδική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο The BMJ. Ο κίνδυνος φάνηκε ιδιαίτερα υψηλός στους ανθρώπους που διαγνώσθηκαν σε νεαρή ηλικία και σε εκείνους με άλλες ψυχιατρικές παθήσεις.
Παρά τον σχετικά χαμηλό απόλυτο κίνδυνο για τα άτομα, η υψηλή θνησιμότητα από αυτές τις λοιμώξεις δημιουργεί την ανάγκη για αυξημένη κλινική επαγρύπνηση από την πλευρά της ιατρικής κοινότητας όσον αφορά ασθενείς με διαταραχές άγχους, και ειδικά εκείνους που διαγιγνώσκονται σε νεαρή ηλικία.
Επίσης, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι το ψυχολογικό στρες ίσως αυξάνει την ευαλωτότητα σε λοιμώξεις λόγω της μειωμένης ανοσίας, ωστόσο τα δεδομένα σχετικά με σοβαρές, απειλητικές για τη ζωή λοιμώξεις, όπως η σηψαιμία και η μηνιγγίτιδα, είναι περιορισμένα.
Για να συμπληρώσει αυτό το κενό, μια διεθνής ομάδα ερευνητών πραγματοποίησε τη μελέτη αυτή για να αξιολογήσει αν οι σοβαρές ψυχικές αντιδράσεις στο τραύμα και άλλες αντιξοότητες σχετίζονται με επακόλουθο κίνδυνο απειλητικών για τη ζωή λοιμώξεων.
Οι επιστήμονες συνέκριναν τα ποσοστά μολύνσεων σε 144.919 ασθενείς διαγνωσμένους με κάποια διαταραχή άγχους (διαταραχή μετατραυματικού στρες, οξεία αγχώδη αντίδραση, διαταραχές προσαρμογής κτλ.) με 184.612 υγιή αδέλφια των ασθενών και άλλα 1.449.190 υγιή άτομα από το γενικό πληθυσμό.
Μετά τον έλεγχο για το οικογενειακό ιστορικό και άλλες σωματικές ή ψυχιατρικές παθήσεις, οι σχετικές με το στρες διαταραχές συνδέθηκαν με όλες τις υπό μελέτη λοιμώξεις, με τον υψηλότερο σχετικό κίνδυνο να αποδίδεται στη μηνιγγίτιδα (63%) και την ενδοκαρδίτιδα (57%), στη σύγκριση με τα υγιή αδέλφια.
Κατά τη διάρκεια της μεταγενέστερης παρακολούθησης, τα νέα περιστατικά απειλητικών για τη ζωή λοιμώξεων ανά 1000 άτομα-έτη ήταν 2,9 στους πάσχοντες από διαταραχή σχετική με το στρες, αριθμός αρκετά υψηλότερος σε σχέση με το 1,7 των υγιών αδελφών και το 1,3 των υγιών ατόμων γενικού πληθυσμού.
Η μέση ηλικία διάγνωσης μιας αγχώδους διαταραχής ήταν τα 37 έτη και οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν κατά μέσο όρο για οκτώ χρόνια. Η μικρότερη ηλικία διάγνωσης και η παρουσία άλλων ψυχιατρικών καταστάσεων, ειδικά της διαταραχής χρήσης ουσιών, σχετίστηκε με ακόμα μεγαλύτερη αύξηση του κινδύνου, ενώ η χρήση αντικαταθλιπτικών με εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRI) στον πρώτο χρόνο μετά τη διάγνωση φάνηκε να έχει προστατευτική επίδραση.
Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι η μελέτη αυτή είναι παρατηρητική οπότε δεν μπορεί να διατυπώσει αιτία και ότι δεν μπορούν να αποκλείσουν την πιθανότητα να υπάρχουν και άλλοι μη καταγεγραμμένοι παράγοντες που ίσως επηρέασαν τα αποτελέσματα. Τονίζουν, παρόλα αυτά, ότι πρόκειται για ευρήματα αναλλοίωτα έπειτα από περαιτέρω ανάλυση, που βρίσκονται σε αντιστοιχία με προηγούμενες μελέτες όσον αφορά στο βιολογικό δεσμό μεταξύ στρες και λοιμώξεων.