Το ανθεκτικό στα αντιβιοτικά βακτήριο Ε. Coli είναι πιο πιθανό να μεταδοθεί εξαιτίας της μη τήρησης των κανόνων υγιεινής στην τουαλέτα παρά από ένα μισο-μαγειρεμένο φαγητό, σύμφωνα με μία νέα έρευνα που πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Ανατολικής Αγγλίας (UEA) και δημοσιεύθηκε στο The Lancet Infectious Diseases.
Η E. coli είναι ένα βακτήριο που άνθρωποι και ζώα φέρουν φυσιολογικά στο έντερό τους. Κάποια στελέχη του όμως μπορούν να προκαλέσουν τροφική δηλητηρίαση, ενώ άλλα είναι υπεύθυνα για λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος και λοιμώξεις που παρουσιάζονται έπειτα από μια χειρουργική επέμβαση στο έντερο. Στη χειρότερη εκδοχή τους, οι λοιμώξεις αυτές εξελίσσονται σε βακτηριαιμία, δηλαδή λοίμωξη που μεταφέρεται στην κυκλοφορία του αίματος.
Μέχρι σήμερα, όμως, δεν ήταν γνωστό αν τα ανθεκτικά στα αντιβιοτικά E. coli εισέρχονται στον οργανισμό από την τροφική αλυσίδα ή μεταφέρονται από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Για να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα, οι επιστήμονες συνέκριναν το βακτήριο ESBL-E. Coli σε δείγματα αίματος μολυσμένων ανθρώπων με αυτό σε ανθρώπινα κόπρανα, δείγματα του αποχετευτικού συστήματος, τρόφιμα, ζωικό πολτό και ζώα από πέντε διαφορετικές περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ στα τρόφιμα που μελετήθηκαν συμπεριλήφθηκαν το μοσχαρίσιο, το χοιρινό, το κοτόπουλο, τα φρούτα και οι σαλάτες.
«Εξετάσαμε περισσότερα από 20.000 δείγματα κοπράνων, εκ των οποίων περίπου το 9% ήταν θετικό για ESBL-E. Coli. Βρήκαμε, επίσης, το βακτήριο στο 65% των δειγμάτων τυποποιημένου κοτόπουλου, ωστόσο τα στελέχη στην περίπτωση αυτή ήταν εντελώς διαφορετικά από τους τύπους που βρίσκονται στις λοιμώξεις από τα ανθρώπινα κόπρανα, το αποχετευτικό σύστημα και το ανθρώπινο αίμα. Μόνο ελάχιστα από τα δείγματα μοσχαρίσιου κρέατος και κοτόπουλου που εξετάστηκαν βγήκαν θετικά, ενώ δε βρήκαμε καθόλου ESBL-E. Coli στα 400 δείγματα φρούτων και λαχανικών», εξηγεί ο επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας, καθηγητής David Livermore, από την Ιατρική Σχολή Norwich του UEA.
Με λίγα λόγια, τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι υπάρχουν στελέχη ESBL-E. Coli που προσαρμόζονται στους ανθρώπους, κυρίως το ST131, αποικούν το έντερο και περιστασιακά – συνήθως μέσω του ουροποιητικού συστήματος – συνεχίζουν να προκαλούν σοβαρές λοιμώξεις.
Αντίθετα, τα ανθεκτικά στελέχη από το κρέας, κυρίως το κοτόπουλο, τα βοοειδή και τον ζωικό πολτό ήταν αρκετά διαφορετικά από αυτά που μολύνουν τους ανθρώπους. Το ST131 εντοπίστηκε σπανίως, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση κυριαρχούσαν τα στελέχη ST23, 117 και ST602. Όπως γίνεται κατανοητό, η μετάδοση του ESBL-E. Coli από τα ζώα στους ανθρώπους αποδείχθηκε πολύ μικρή.
«Η μεγάλη πλειοψηφία των στελεχών της ESBL-E. Coli που προκαλεί τις λοιμώξεις στους ανθρώπους δεν προέρχεται από την κατανάλωση κοτόπουλου ή οτιδήποτε άλλο σχετίζεται με την τροφική αλυσίδα. Αντίθετα, ο πιθανότερος δρόμος μετάδοσης της ESBL-E. Coli είναι άμεσα από άνθρωπο σε άνθρωπο, μέσω των μορίων των κοπράνων που μεταφέρονται στο περιβάλλον μιας τουαλέτας», συμπληρώνει ο Δρ. Livermore.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι λοιμώξεις που προκαλούνται από το βακτήριο ESBL-E. Coli αντιμετωπίζονται δύσκολα και πλέον αποτελούν συχνό φαινόμενο τόσο στον δημόσιο χώρο όσο και στα νοσοκομεία. Τα ποσοστά θνησιμότητας μεταξύ των ανθρώπων που μολύνονται από τα επικίνδυνα για τον άνθρωπο στελέχη του υπερ-βακτηρίου είναι διπλάσια από εκείνα των ανθρώπων που μολύνονται από στελέχη που είναι θεραπεύσιμα.
«Είναι άκρως σημαντικό να έχουμε καλή υγιεινή στους χώρους φροντίδας ηλικιωμένων, καθώς οι πιο σοβαρές λοιμώξεις από E. coli παρατηρούνται στους μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους. Για να αντιμετωπίσουμε, λοιπόν, την αντίσταση στα αντιβιοτικά, δεν πρέπει απλώς να αποφεύγουμε τις περιττές συνταγογραφήσεις αντιβιοτικών, αλλά και να μειώσουμε τις λοιμώξεις εξαρχής. Προκειμένου να περιορίσουμε τις σοβαρές λοιμώξεις από ανθεκτικά στα αντιβιοτικά στελέχη E. coli, πρέπει να επικεντρωθούμε στο σωστό πλύσιμο των χεριών και στον καλό έλεγχο των λοιμώξεων, όπως επίσης και στην αποτελεσματική διαχείριση των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος», καταλήγει ο καθηγητής Neil Woodford από το Τμήμα Δημόσιας Υγείας της Αγγλίας.