Σε άτομα που δεν έχουν εκδηλώσει συμπτώματα άνοιας ή νόσου Αλτσχάιμερ, η ανίχνευση του ελαττωματικού β-αμυλοειδούς στο αίμα υποδεικνύει έναν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου Αλτσχάιμερ, έως και 14 χρόνια πριν την κλινική της διάγνωση, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Alzheimer’s & Dementia.
Η λανθασμένη αναδίπλωση του β-αμυλοειδούς αποτελεί τον σημαντικότερο από τους δείκτες κινδύνου για τη νόσο που έχουν αξιολογηθεί μέχρι σήμερα, όπως απέδειξαν επιστήμονες από τέσσερα πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα της Γερμανίας που πραγματοποίησαν τη σχετική μελέτη.
Στους ασθενείς της νόσου Αλτσχάιμερ, η λανθασμένη αναδίπλωση της πρωτεΐνης β-αμυλοειδές μπορεί να συμβεί από 15 έως και 20 χρόνια νωρίτερα από την εμφάνιση των πρώτων κλινικών συμπτωμάτων. Το ελαττωματικό β-αμυλοειδές συσσωρεύεται και σχηματίζει πλάκες στον εγκέφαλο, χαρακτηριστικές της νόσου.
Ο Klaus Gerwert από το Πανεπιστήμιο Ruhr, λοιπόν, χρησιμοποίησε μια τεχνική με την οποία μπορεί να προσδιορίσει αν τα αμυλοειδή αναδιπλώνονται λανθασμένα στο πλάσμα αίματος για να αποδείξει αν η ανάλυση του β-αμυλοειδούς μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την πρόβλεψη του κινδύνου ανάπτυξης της νόσου Αλτσχάιμερ και πώς ανταποκρίνεται αυτός ο δείκτης κινδύνου σε σύγκριση με άλλους γνωστούς παράγοντες κινδύνου.
Για να το διαπιστώσουν, οι επιστήμονες επανεξέτασαν δείγματα αίματος 150 συμμετεχόντων σε μια μελέτη κοόρτης του 2000, στους οποίους η άνοια διαγνώσθηκε κατά την 14ετή περίοδο παρακολούθησης. Τα δείγματα συγκρίθηκαν με εκείνα 620 τυχαία επιλεγμένων συμμετεχόντων ελέγχου που δεν είχαν λάβει διάγνωση για άνοια, και συσχετίστηκαν σε επίπεδο ηλικίας, φύλου και επιπέδου μόρφωσης.
Όπως αποδείχθηκε, οι συμμετέχοντες με ελαττωματικό β-αμυλοειδές είχαν 23 φορές αυξημένες πιθανότητες διάγνωσης με νόσο Αλτσχάιμερ μέσα σε 14 χρόνια, ενώ για τους ασθενείς με άλλα είδη άνοιας η μελέτη δεν ανέδειξε αυξημένο κίνδυνο, υποστηρίζοντας έτσι την εξειδίκευση του τεστ στην ανίχνευση της νόσου Αλτσχάιμερ.
Επίσης, οι ερευνητές συμπεριέλαβαν στην ανάλυσή τους έναν αριθμό άλλων πιθανών παραγόντων πρόβλεψης κινδύνου, όπως μια συγκεκριμένη μετάλλαξη του γονιδίου της απολιποπρωτεΐνης Ε (APOE4), προϋπάρχουσες ασθένειες (διαβήτης, υψηλή αρτηριακή πίεση, κατάθλιψη) ή άλλους παράγοντες του τρόπου ζωής (σωματικό βάρος, επίπεδο μόρφωσης). Με εξαίρεση την περίπτωσης της APOE4, η οποία έδειξε υψηλότερο κατά 2,4 φορές αυξημένο κίνδυνο για τους ανθρώπους που ανέπτυξαν αργότερα τη νόσο Αλτσχάιμερ, κανένας από τους άλλους παράγοντες που μελετήθηκαν δε συσχετίστηκε με τον κίνδυνο εκδήλωσης της νόσου.
Όσον αφορά στην πρόβλεψη του κινδύνου για την ασθένεια, ως μη σχετικό αποδείχθηκε το διάστημα των 0-8 ή 8-14 ετών μεταξύ του χρόνου που λήφθηκε το δείγμα αίματος και της κλινικής έναρξης της άνοιας.
«Η εργασία αυτή δεν αφορά στη χρήση της αναδίπλωσης του β-αμυλοειδούς ως διαγνωστικού δείκτη. Αυτό που θέλαμε να εξετάσουμε είναι αν ο δείκτης αυτός θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη διαστρωμάτωση του κινδύνου για την ανάπτυξη του θεραπευτικού τοπίου για τη νόσο Αλτσχάιμερ. Το ελαττωματικό β-αμυλοειδές αποδείχθηκε μακράν ο ανώτερος δείκτης κινδύνου σε σύγκριση με άλλους πιθανούς παράγοντες», εξηγεί η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Δρ. Hannah Stocker από το DKFZ και το Πανεπιστήμιο του Heidelberg.
«Το νέο τεστ μπορεί να αποτελεί μια μη επεμβατική και οικονομικά προσιτή λύση για τον εντοπισμό ομάδων υψηλού κινδύνου, οι οποίες δεν έχουν εμφανίσει ακόμα συμπτώματα. Τα φάρμακα που δεν έχουν φανεί αποτελεσματικά στις κλινικές δοκιμές, θα μπορούσαν εδώ να είναι πολύ πιο αποτελεσματικά στα άτομα υψηλού κινδύνου. Η μέτρηση του ελαττωματικού β-αμυλοειδούς στο αίμα θα μπορούσε λοιπόν να αποτελέσει μια συνεισφορά-κλειδί στην εύρεση ενός φαρμάκου κατά της νόσου Αλτσχάιμερ», αναφέρει ο Δρ. Klaus Gerwert.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι χρειάζονται περαιτέρω μελέτες για να επιβεβαιώσουν αν αυτή η εργαστηριακή μέθοδος είναι κατάλληλη για τον καθορισμό του κινδύνου ανάπτυξης νόσου Αλτσχάιμερ σε ασυμπτωματικά άτομα.
Τώρα οι ερευνητές θέλουν να προσδιορίσουν το κατά πόσο η ανάλυση των αλλαγών του β-αμυλοειδούς είναι αξιόπιστη και σε μεγαλύτερες ομάδες ανθρώπων. Αν το β-αμυλοειδές εντοπιστεί στο πλάσμα αίματος, θα πρέπει να επιβεβαιωθεί και με μια αναγνωρισμένη μέθοδο πρώιμης διάγνωσης της νόσου, όπως για παράδειγμα με την εξέταση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού ή με τη χρήση ειδικών απεικονιστικών μεθόδων. Προς το παρόν, λοιπόν, η μέτρηση του ελαττωματικού β-αμυλοειδούς δεν είναι διαθέσιμη για την αξιολόγηση του ατομικού κινδύνου, με τους επιστήμονες να ευελπιστούν ότι σύντομα θα το καταστήσουν εφικτό.