Νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Warwick δείχνει ότι η μνήμη των ανθρώπων είναι σημαντικά χειρότερη σε περιοχές με υψηλά επίπεδα διοξειδίου του αζώτου (NO2) και αιωρούμενων σωματιδίων (PM10).
Όπως αναφέρεται στη σχετική δημοσίευση στο Ecological Economics, μάλιστα, η διαφορά στην ποιότητα της μνήμης των κατοίκων των πιο καθαρών και των πιο μολυσμένων ατμοσφαιρικά περιοχών της Αγγλίας ισοδυναμούσε με την απώλεια μνήμης που προκύπτει έπειτα από 10 επιπλέον χρόνια γήρανσης.
Το αποτέλεσμα αυτό βρίσκεται σε αντιστοιχία προηγούμενες εργαστηριακές μελέτες μικρότερης κλίμακας σε αρουραίους και άλλα πειραματόζωα, με την παρούσα μελέτη να είναι από τις πρώτες που επιβεβαιώνουν τα ίδια αποτελέσματα και στους ανθρώπους.
Οι ερευνητές, λοιπόν, εξέτασαν 34.000 Άγγλους πολίτες που επιλέχθηκαν τυχαία από 318 διαφορετικές περιοχές της γηραιάς Αλβιώνας και και υποβλήθηκαν σε ένα τυποποιημένο τεστ ανάκλησης λέξεων όπου έπρεπε να θυμηθούν 10 λέξεις. Η ανάλυση προσαρμόστηκε σε ένα μεγάλο αριθμό άλλων παραγόντων που επηρεάζουν την ποιότητα της μνήμης, όπως η ηλικία, η υγεία, το επίπεδο μόρφωσης, η εθνικότητα και η οικογενειακή και εργασιακή κατάσταση και, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των επιστημόνων, η επίδραση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στη μνήμη ισοδυναμεί με 10 επιπλέον χρόνια στην ηλικία του ατόμου.
Εκμεταλλευόμενοι τις περιοχικές διακυμάνσεις όσον αφορά στον δυτικό άνεμο και την πυκνότητα του πληθυσμού ως παράγοντες πρόβλεψης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης αλλά όχι και της μνήμης, οι επιστήμονες ήταν επίσης σε θέση να διορθώσουν τα πιθανά λανθασμένα αποτελέσματα, που μπορεί να προκύψουν από άτομα με περιορισμένη ποιότητα μνήμης που επιλέγουν να ζήσουν σε πιο μολυσμένες περιοχές.
«Υπάρχουν κάποιες πρώιμες ενδείξεις για τον αρνητικό συσχετισμό μεταξύ των επιπέδων ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της μνήμης, οι οποίες προήλθαν από δεδομένα τόσο ηλικιωμένων ατόμων όσο και παιδιών. Όμως, όλες οι μέχρι τώρα έρευνες σε ανθρώπους για το ζήτημα αυτό έχουν βασιστεί σε στοιχειώδεις συσχετισμούς και όχι σε εθνικά αντιπροσωπευτικά δείγματα ατόμων στη χώρα. Στη μελέτη μας αυτή προσπαθήσαμε να λύσουμε και τα δύο αυτά προβλήματα», αναφέρει σε σχόλιό του ο Δρ. Nattavudh Powdthavee, καθηγητής Συμπεριφορικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Warwick και ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης.