Όταν οι άνθρωποι καλούνται να απαντήσουν σε ερωτήσεις γρήγορα και ενστικτωδώς, τείνουν να αποκρίνονται με μία κοινωνικά επιθυμητή απάντηση παρά μια ειλικρινή, σύμφωνα με τα όσα δείχνει ένα σύνολο πειραμάτων που δημοσιεύθηκε στο Psychological Science.
«Η μέθοδος της άμεσης απάντησης χωρίς σκέψη, βασική στην ψυχολογική έρευνα, μπορεί να έχει πολλά θετικά, αλλά επίσης κάνει τους ανθρώπους να ψεύδονται και να λένε αυτό που πιστεύουν ότι ο συνομιλητής τους θέλει να ακούσει. Η θεωρία πίσω από αυτό είναι ότι το μυαλό του ανθρώπου διαχωρίζεται σε δύο τμήματα: το ενστικτώδες, ζωικό κομμάτι και το κομμάτι της λογικής, που θεωρείται ότι περιορίζει το ‘κατώτερο’ μυαλό. Αν ζητήσετε από κάποιον να απαντήσει άμεσα και χωρίς πολλή σκέψη, είναι πιθανό να σας δώσει ένα είδος μυστικής πρόσβασης σε αυτό το ‘κατώτερο’ μυαλό», σημειώνει χαρακτηριστικά ο John Protzko από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, γνωστικός επιστήμονας που διηύθυνε τη μελέτη.
Για να εξετάσουν, λοιπόν, αυτή τη θεωρία, οι επιστήμονες σχεδίασαν ένα τεστ με 10 απλές ερωτήσεις, οι απαντήσεις των οποίων ήταν «ναι ή όχι». Κατά τη διάρκεια της έρευνας, κάποιοι συμμετέχοντες κλήθηκαν να απαντήσουν σε λιγότερο από 11 δευτερόλεπτα και κάποιοι άλλοι σε περισσότερα από 11 δευτερόλεπτα. Διαπιστώθηκε, έτσι, ότι η ομάδα των άμεσων απαντήσεων ήταν πιθανότερο να δώσει απαντήσεις κοινωνικά επιθυμητές, ενώ όσοι απαντούσαν πιο καθυστερημένα κι εκείνοι που δεν είχαν λάβει κάποιο περιορισμό ως προς τον χρόνο της απάντησής τους, ήταν λιγότερο πιθανό να κάνουν κάτι τέτοιο.
Στο επόμενο πείραμα, οι ερευνητές θέλησαν να δουν αν οι άνθρωποι έτειναν να δίνουν κοινωνικά αποδεκτές απαντήσεις κάτω από την πίεση του χρόνου επειδή θεωρούσαν τον εαυτό τους ενάρετο. Έβαλαν, λοιπόν, μια άλλη ομάδα συμμετεχόντων να απαντήσει σε ερωτήσεις κάτω από διάφορους χρονικούς περιορισμούς και στη συνέχεια να λάβουν μέρος σε μια δοκιμασία κοινωνικής κριτικής, σχεδιασμένη να αξιολογήσει σε ποιο βαθμό απέδιδαν ηθικά καλή ή κακή συμπεριφορά στον εαυτό τους. Εκείνοι που είχαν τη χαμηλότερη βαθμολογία στην κλίμακα «καλού εαυτού», αν δηλαδή πίστευαν ότι οι άνθρωποι έχουν εξίσου καλά και κακά χαρακτηριστικά, θα έπρεπε θεωρητικά να είναι λιγότερο επιρρεπείς στο να δίνουν κοινωνικά επιθυμητές απαντήσεις κάτω από την πίεση του χρόνου.
Ωστόσο, οι ερευνητές βρήκαν ότι τα άτομα με υψηλή βαθμολογία στην κλίμακα του «καλού εαυτού» έδιναν γενικά πολλές κοινωνικά επιθυμητές απαντήσεις, αλλά ειδικότερα όταν είχαν χρόνο για να το σκεφτούν. Αντίθετα, ήταν εκείνοι με τη χαμηλή βαθμολογία που προσάρμοζαν τις απαντήσεις τους σε πιο κοινωνικά επιθυμητές κάτω από την πίεση του χρόνου.
Με λίγα λόγια, καταλήγουν οι επιστήμονες, η πίεση του χρόνου δεν φέρνει στην επιφάνεια τον «καλό εαυτό» ενός ατόμου. Σε τέτοιες καταστάσεις είναι πιθανό οι άνθρωποι να υποκύψουν στην επιθυμία τους να φανούν ενάρετοι, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι παρουσιάζουν τον εαυτό τους με λάθος τρόπο.