Μπορεί το να μιλά κανείς δύο γλώσσες να είναι ένα πλεονέκτημα αλλά τελικά δεν φαίνεται να προστατεύει έναντι της γνωστικής εξασθένησης που συνεπάγεται η γήρανση, όπως είχε παλαιότερα υπονοηθεί.
Ερευνητές από το Ινστιτούτο για τον Εγκέφαλο, τη Γνωστικότητα και τη Συμπεριφορά στο Πανεπιστήμιο Radboud της Ολλανδίας μελετούν πως η διγλωσσία, δηλαδή να μιλά κανείς δύο γλώσσες αντί μόνο της μητρικής, προστατεύει από την πνευματική εξασθένηση που επέρχεται με την πάροδο της ηλικίας.
Στο πλαίσιο αυτό ηλικιωμένοι που μιλούσαν δύο γλώσσες πήραν μέρος σε τεστ μνήμης και προσοχής ενώ οι ερευνητές τους υπέβαλλαν σε εγκεφαλική απεικόνιση για να μελετήσουν τα διαφορετικά είδη εγκεφαλικών κυμάτων.
«Θέλαμε να δούμε τι συμβαίνει στον εγκέφαλο όταν οι άνθρωποι αρχίσουν να εμφανίζουν προβλήματα προσοχής», εξηγεί ο καθηγητής Ole Jensen, υπό την επίβλεψη του οποίου έγινε η έρευνα στο πλαίσιο του προγράμματος NeWMaBIL.
Η έρευνα επιβεβαιώνει ότι τα ηλικιωμένα άτομα είναι λιγότερο ικανά από τα νεότερα να τροποποιήσουν την εγκεφαλική τους λειτουργία όταν πρέπει να στρέψουν κάπου την προσοχή τους, ενώ δεν εντοπίστηκε σχέση μεταξύ διγλωσσίας και ελλειμμάτων προσοχής σχετικών με τη γήρανση.
«Η αρχική ιδέα ήταν ότι αν μιλάς δύο γλώσσες αντί για μία έχει καλύτερες εγκεφαλικές εκτελεστικές λειτουργίες», εξηγεί ο Δρ. Jensen αναφερόμενες σε λειτουργίες που περιλαμβάνουν τη μνήμη, την προσοχή και την επίλυση προβλημάτων.
«Είναι καλό να μαθαίνουμε ξένες γλώσσες για πολλούς λόγους, όπως η ευκαιρία για ταξίδια και η κοινωνική αλληλεπίδραση, αλλά μέχρι εκεί. Δεν προκύπτει όφελος ως προς τη γνωστικότητα», σημειώνει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η νέα αυτή έρευνα αντικρούει μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2013 στο American Academy of Neurology και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τα άτομα που μιλάνε δύο γλώσσες εκδηλώνουν άνοια 4,5 χρόνια αργότερα από εκείνους που μιλούν μία.
Οι ερευνητές είχαν αποδώσει το αποτέλεσμα στην διαρκή διαχείριση που πρέπει να κάνει το άτομο στον χειρισμό δύο γλωσσών, με ότι αυτό συνεπάγεται για την γνωσιακή λειτουργικότητα η μόνιμη εναλλαγή μεταξύ των δύο γλωσσών.
Έκτοτε έγιναν πολλές προσπάθειες επιβεβαίωσης αυτού του συμπεράσματος χωρίς ωστόσο να τεκμηριωθεί σχέση μεταξύ πολλών γλωσσών και καλύτερης γνωστικής λειτουργίας.
«Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα. Η έρευνα επί του θέματος είναι σε εξέλιξη. Παρόλα αυτά ακούγεται πολύ ωραίο ότι η εκμάθηση ξένων γλωσσών βελτιώνει ανώτερες εγκεφαλικές λειτουργίες», καταλήγει ο καθηγητής Ole Jensen.
Και η μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Κέντρο Γνωστικότητας, Εγκεφάλου και Ομιλίας των Βάσκων στην Ισπανία, Angela de Bruin, συμπληρώνει ότι «οι γνωστικές επιπτώσεις της διγλωσσίας βασίζονται στην θεωρία της μεγαλύτερης προσπάθειας που απαιτεί ο χειρισμός δύο γλωσσών ταυτόχρονα». Αλλά το να μιλά κανείς δύο γλώσσες παράλληλα δεν συνεπάγεται πάντα μεγάλη προσπάθεια. «Θα πρέπει να καταβάλλουμε μεγαλύτερη προσπάθεια κατανόησης του πως ο εγκέφαλος προσαρμόζεται ώστε να επιτυγχάνει υγιή γήρανση», καταλήγει.